Και τι έγινε που λείπαμε από το Βερολίνο;
Η απουσία της Ελλάδος από την διάσκεψη του Βερολίνου για το θέμα της Λιβύης, έχει προκαλέσει αντιπαραθέσεις μεταξύ κυβερνήσεως και αντιπολιτεύσεως.
Απαιτείται, όμως, μία ψυχραιμότερη, δεύτερη ανάγνωση στα πράγματα. Όχι μόνον απαιτείται, αλλά, κρίνεται αναγκαία, προκειμένου να οριοθετηθεί ο μεγαλοϊδεατισμός μερίδας του πολιτικού κόσμου και να τεθεί το περίγραμμα και η ουσία των πραγμάτων.
Σε τι συνίσταται αυτή; Ας αναλογισθούμε ποια είναι τα ελληνικά συμφέροντα στην Λιβύη. Πέραν μιας νεφελώδους γενικούρας περί φιλοαραβικής θεωρήσεως και οραμάτων μεσογειακής πρωταγωνιστικής θέσεως, ουδέν. Παρά το γεγονός ότι έχουμε θαλάσσια σύνορα, η Λιβύη αποκτά, άμεσα, σημασία για την Ελλάδα, μόνον στο πλαίσιο της προσφάτου συμφωνίας της κυβερνήσεως Sarraj (Σάραζ) με την Τουρκία σχετικά με την ανακήρυξη της ΑΟΖ.
Όμως, η κυβέρνηση Σάραζ δεν στέκεται και πολύ καλά στα πόδια της παρά το ότι έχει την διεθνή αναγνώριση. Η διεθνής αναγνώριση σε μία εμφύλια διαμάχη δεν σημαίνει και πολλά, κατ’ ανάγκην. Η πολιτική σκηνή στην χώρα είναι ρευστή -υδαρής θα ήταν πιο καλή απεικόνιση-, με το μεγαλύτερο μέρος της χώρας να ελέγχεται από τις δυνάμεις του στρατηγού Haftar και την κυβέρνηση να ελέγχει κατ’ ουσίαν μόνον την Πρωτεύουσα.
Και γιατί η κυβέρνηση της Τρίπολης έδειξε τέτοια σπουδή να συνάψει μία μη αμέσου, για αυτήν, ενδιαφέροντος συμφωνία με τον κ. Erdogan, την στιγμή που κινδυνεύει να μην υπάρχει την επόμενη ημέρα; Και ακόμη, θα μπορούσε η ελληνική πλευρά να αξιοποιήσει την αναγνώριση που έχει δώσει προς τον κ. Σάραζ και να αξιώσει την ακύρωση της συμφωνίας με την Τουρκία; Η απάντηση είναι πολύ απλή. Όχι!
Τούτο διότι προφανώς ο κ. Σάραζ τιμά την Τουρκική καταγωγή του και αισθάνεται οικεία όταν συνομιλεί με τον ηγέτη της Αγκύρας από κάθε άλλον. Επίσης, η συμμαχία του Τούρκου Προέδρου με το Κρεμλίνο, ενδεχομένως να του δημιουργεί αίσθημα ασφάλειας για την υποστήριξη μιας μεγάλης δυνάμεως.
Όμως, η έλευση του Khalifa Haftar στην Αθήνα και η προηγηθείσα συνάντηση του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών στην Λιβύη, δημιουργεί περιθώρια χειρισμών και διαπραγματεύσεων με την Λιβυκή πλευρά, ανεξαρτήτως από το ποιος τελικά θα επικρατήσει. Ορθώς για τα ελληνικά συμφέροντα, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών και η ελληνική κυβέρνηση προσέγγισε την πλευρά του κ. Haftar, πολλώ δε μάλλον, εφ’ όσον από την πρώτη στιγμή προέβη στην απέλαση του Λύβιου Πρέσβεως από την Αθήνα.
Ευνοήτως, η επικράτηση του κ. Haftar δημιουργεί την επόμενη ημέρα, συνθήκες πλήρους συνεργασίας με την Λιβύη και ακύρωση της συμφωνίας της με την Άγκυρα σχετικά με την ΑΟΖ. Κάτι που δεν μοιάζει δύσκολο, καθ’ όσον και ο Λίβυος στρατηγός έχει ρητά εκφρασθεί για την ακύρωση αλλά και η Λιβυκή Βουλή την απέρριψε. Και μέχρι του σημείου αυτού, η ελληνική πολιτική, καλώς έπραξε.
Οπωσδήποτε, βεβαιότητες και δεδομένες εξελίξεις σε μία ρευστή κατάσταση δεν υφίστανται. Πάντοτε εμφιλοχωρεί ο κίνδυνος της ανατροπής και της δυσοίωνης εξελίξεως των πραγμάτων. Αυτό, όμως το οποίο απαιτείται είναι η σοβαρή ανάλυση, η συγκρότηση σχεδίου και οι αποτελεσματικοί χειρισμοί υλοποιήσεώς του. Μέχρι στιγμής, θεωρείται καλή η πορεία της ελληνικής πλευράς.
Θα μπορούσε να εμείνει η Ελλάς και να απαιτήσει να λάβει πρόσκληση στην διάσκεψη του Βερολίνου; Ενδεχομένως ναι. Προσωπικά θεωρώ πως όχι, αλλά δεν έχει καμία σημασία και πολύ καλώς έπραξε και έδωσε βαρύτητα στην άμεση επαφή με την Λιβυκή πλευρά και τον στρατηγό Haftar. Τούτο, διότι καλώς ή κακώς, η χώρα μας, ακόμη ταλαιπωρείται από την υπερδεκαετή κρίση, η οποία έχει επιφέρει καίρια τραύματα στην κοινωνική συνοχή, ενώ, ταυτοχρόνως έχει απωλέσει σημαντικά τμήματα του κύρους, της αξιοπιστίας της και των πρακτικών δυνατοτήτων της στην διεθνή πολιτική σκηνή.
Επιπροσθέτως, η ελληνική πλευρά πώς θα μπορούσε να θέσει θέματα που την αφορούν σε μία σύσκεψη, η οποία είχε ως αποκλειστικό περιεχόμενο την κατάπαυση του πυρός και την έναρξη ειρηνικών διαπραγματεύσεων για την εξεύρεση λύσης μεταξύ των αντιμαχομένων στην Λιβύη; Μία παρουσία η οποία θα έθετε επιτακτικά το θέμα της Τουρκολιβυκής συμφωνίας για την ΑΟΖ, θα κινδύνευε να τινάξει το όλο εγχείρημα στον αέρα.
Από την άλλη πλευρά, ούτε μέρος του Σουνιτικού Ισλάμ είναι ώστε να ανταγωνίζεται για την επικυριαρχία στον χώρο αυτόν, όπως η Τουρκία -της οποίας μεταξύ άλλων στόχος της εξωτερικής πολιτικής της ήταν και είναι, παρά την αποτυχία της σε πρώτη φάση λόγω της αλλαγής της κυβερνήσεως στην Αίγυπτο, η δημιουργία ενός σουνιτικού, ισλαμικού τόξου από την Άγκυρα μέχρι το Μαγρέμπ και τις ακτές του Ατλαντικού-, ούτε υπάρχει ελληνικός σχεδιασμός για την δημιουργία αποικιών στην Β. Αφρική. Δεν προκύπτει, επομένως, ουδείς λόγος να εμπλακεί η Αθήνα σε περισσότερα προβλήματα από εκείνα που αντέχει να διαχειρισθεί, ιδιαιτέρως, όταν δεν την αφορούν και δεν έχει ζωτικά συμφέροντα. Αντιθέτως.
Η Ελλάς είναι η παλαιότερη χώρα μέλος της ΒορειοΑτλαντικής Συμμαχίας στην περιοχή και μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Ευνοήτως, τα όποια συμφέροντά της εξυπηρετούνται με βάση στην συμμετοχή της σε αυτούς τους σχηματισμούς.
Συνελλόντι ειπείν, η μη κλήση της χώρας στο Βερολίνο μπορεί να πληγώνει την ματαιοδοξία και τον μεγαλοϊδεατισμό κάποιων, αλλά, η ουσία βρίσκεται στην ενάργεια και τους επιδέξιους χειρισμούς στο πλευρό των Εταίρων και Συμμάχων. Και μέχρι στιγμής, αισιόδοξα δείχνουν τα πράγματα επί του προκειμένου ζητήματος.
*Ο Λυκούργος Χατζάκος είναι δημοσιογράφος, πολιτικός αναλυτής και ερευνητής με ειδίκευση στα θέματα της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και Μέσης Ανατολής.
πηγή: newsbomb.gr