«Η Κατερίνα μας»
Χειμώνας του ’43 στον προσφυγικό συνοικισμό. Η γερμανική Κατοχή σε όλη της την σκληρότητα. Η πείνα, το κρύο, ο φόβος και οι περιορισμοί είχαν γίνει τρόπος ζωής από τους κατακτημένους. Κόντευαν δύο χρόνια που ζούσαν αυτήν την κατάσταση. Αν υπολογίσουμε και την Ιταλική κατοχή, ήταν σκλαβωμένοι ήδη δυόμιση χρόνια και θα έμεναν άλλον ενάμιση αφού, η οπισθοχώρηση των δυνάμεων του Γ’ Ράιχ ολοκληρώθηκε τον Οκτώβρη του ’44. Εννοείται, ότι τα ίδια ίσχυαν σε όλη την επικράτεια. Αυτό πρέπει να τους το παραδεχτούμε. Δεν έκαναν εξαιρέσεις. Εφάρμοζαν παντού την ίδια σκληρότητα. Και αν κάποιες φορές μεροληπτούσαν, ήταν για μεγαλύτερη σκληρότητα. Η διαφορά είναι ότι στον προσφυγικό συνοικισμό εμφανιζόταν από καιρό σε καιρό η Κατερίνα. Πιθανόν η Κατερίνα να ήταν λίγο αδικημένη από την ίδια την φύση. Πιθανόν να την βάραιναν κάποια κληρονομικά χαρακτηριστικά των γονιών της. Ποιός να ξέρει. Ποιος να ξέρει αν όντως την έλεγαν Κατερίνα. Εμφανίστηκε κάποια στιγμή από το πουθενά ένα νεαρό κορίτσι που φώναζε –καταμεσίς του δρόμου- ότι την έλεγαν Κατερίνα. Πούθε πήγαινε και από πού ερχόταν; Την πρώτη φορά δεν νοιάστηκε κανείς. Ούτε να την ρωτήσει, ούτε να την συντρέξει. Μην τους επιβαρύνουμε. Δεν είχαν οι ίδιοι να ταΐσουν τα παιδιά τους, μια άγνωστη θα περιμάζευαν; Ούτε λόγος. ’Ετσι, η Κατερίνα μας, σβάρνισε τα βήματά της και, όπως μπήκε από την μια είσοδο του οικισμού, βγήκε από την άλλη. Πέρασαν μέρες πολλές, ίσως βδομάδες αλλά, πολύ πιθανό να ήταν και μήνες. Η φωνή ξανακούστηκε στον συνοικισμό <<Εγώ είμαι η Κατερίνα που ψοφάω από την πείνα!! Εγώ είμαι η Κατερίνα που ψοφάω από την πείνα!!>>. Τα παιδιά άλλο που δεν ήθελαν. Μαζεύτηκαν γύρω της και σε λίγο φώναζαν μαζί της. Το ότι ήταν και αυτά ξυπόλητα, δεν μέτραγε. ’Ηταν ώρα για παρέλαση. ’Αλλα την έσπρωχναν, άλλα προσπαθούσαν να μιμηθούν τα βήματά της, πάντως όλα τραγουδούσαν το θλιβερό τραγουδάκι. Γρήγορα το ιδιόρρυθμο μπουλούκι έγινε αντιληπτό από τους μεγάλους. Άλλωστε, ηχομόνωση δεν υφίστατο. Διπλά τζάμια και πλεξιγκλάς θα χρησιμοποιούνταν πρώτη φορά, πολλές δεκαετίες αργότερα. Τότε, αν έσπαγε τζάμι, κακή συμφορά έβρισκε τους ενοίκους. Θα κρύωναν ώσπου καμμιά εφημερίδα να ερχόταν να μπαλώσει το κενό. Παράτησαν οι νοικοκυρές τις εστίες τους* άλλη μαγείρευε στην φουφού, άλλη είχε μπουγάδα, άλλη ζύμωνε στην σκάφη και, βγήκαν στον δρόμο. Τι να δουν! ‘Ένα θεοβρώμικο πλάσμα, ακαθόριστης ηλικίας ζητιάνευε με αυτόν τον παράξενο τρόπο. Μα αυτές ήταν μάνες. ’Ηταν κυράδες στον τόπο τους. Είχαν σε υπόληψη ως και τον ζητιάνο, εκεί. Κι αν το κορίτσι ήταν προσφυγάκι; Αν έχασε τους δικούς της στην καταστροφή και έφτασε εδώ ολομόναχη; Μήπως ήταν και αυτή μια κόρη καλής οικογενείας που πέρασε άσχημα στην προκυμαία; Πόσο θέλει να σαλέψει ο νους; <<Αφού τα περάσαμε! δικαιολογείται τέτοια κατάντια!>> έλεγαν και ξανάλεγαν κάποιες από τις οικοδέσποινες. <<Εντάξει όλα, αλλά το τραγούδι ποιός της το κόλλησε;>> ρωτούσαν κάποιες άλλες. Η ώρα πέρναγε και τον λόγο πήρε η πιο γνωστικιά: <<που θα μείνει το κορίτσι;>>. Δεν ξέρω αν θέλω να το έχω ακούσει έτσι, αλλά νομίζω αυτήν! την ερώτηση έβαλε στις υπόλοιπες η γιαγιά Στυλιανή. Γιατί άλλη ερώτηση είναι << Τι θα γίνει το κορίτσι; >> και, άλλη << που θα μείνει το κορίτσι; >>. Στην 2η, δεν έχεις περιθώρια να προσπεράσεις. Θα στιφτείς και θα δώσεις λύση. Νομίζω ότι η γιαγιά Στυλιανή υποχρέωσε τις νεότερες να συνεδριάσουν στα γρήγορα και άτυπα ώστε να βρουν την καλύτερη δυνατή επιλογή στην Κατερίνα <<μας>>. Η Κατερίνα ολοκληρωτικά δεν ’’ίσιωσε’’ ποτέ. Δεν μάθαμε από πού κράταγε η σκούφια της. Από εκείνη την ημέρα, είχε κεραμίδι πάνω από το κεφάλι της, στρωσίδια να ξαπλώσει, φορούσε καθαρά ρούχα και πήγαινε στην εκκλησία. Τον περισσότερο καιρό έτρωγε χόρτα βρασμένα σε θαλασσινό νερό ή χυλό και ζεσταινόταν στο τζάκι* αλλά αυτά είχαν και τα μοιράζονταν μαζί της! Αργυρώ Βουτσά.