Μήνυμα του δημάρχου Λάμπρου Μίχου για την γιορτή της μητέρας
Τότες οι μανάδες μας, λίγο μετά τον εμφύλιο πόλεμο, κυνηγημένα πουλιά, στη φτωχογειτονιά μας, κουβαλούσαν το νερό από μακριά σε ντενεκέδες (έρχονταν οικονομικότερα από το να το φέρουν με τη σούστα οι νερουλάδες), έκαναν πως έτρωγαν μόνες τους για να φτάσει το φαγητό, έπλεκαν σε μια γειτόνισσα με αυλή που είχε κότες, για να παίρνουν σειρά για δυο αυγά το δεκαπενθήμερο, όταν αρρωσταίναμε μας έτρεχαν, 10χρονων παιδιά, στην αγκαλιά μέχρι την πλατεία Μέμου (εκεί ήταν τότε το ΙΚΑ), μας κατέβαζαν μέχρι τις πολυκατοικίες, (στο κρατικό της Νίκαιας) για να δούμε ταινίες, που έπαιζε, στους μεγάλους τοίχους η Αμερικάνικη βοήθεια, δυο φορές το χρόνο μας πήγαιναν στου «Τσιρλίδης-Μιχαηλίδης» στη γέφυρα, στην παλιά Κοκκινιά (κάπου απέναντι από τη σημερινή «Κοκκινιώτισσα») για να πάρουμε ρούχα και παπούτσια και τα ξεπλήρωναν μετά, κάθε βδομάδα με δόσεις κι όταν αρρώσταιναν πνίγανε τον πόνο μέσα τους για να μη νοιώσουμε ανασφάλεια, για να μην κλάψουμε. Περήφανες γυναίκες, με κουράγιο και αξιοπρέπεια.
Σε όλες τις μανάδες της πόλης μας, γιατί όχι και όλου του κόσμου, είπα τότε (40 χρόνια μετά) να αφιερώσουμε το κτήμα των 38 στρεμμάτων που πήρε ο δήμος μας από το παλιό λεπροκομείο. Έτσι βαφτίστηκε το «΄Αλσος Μητέρας». Συμβολικά, κάλεσα και τίμησα μια μάννα την κυρία Κατερίνα. Την έφερα από την Αγγλία και διηγήθηκα την ιστορία της για να την ακούσουν όλοι. Χήρα τσιγγάνα, με τρία παιδιά, πούλαγε κεντήματα για να τα σπουδάσει και τα κατάφερε. Όχι απλώς σπούδασαν, διέπρεψαν. Πριν λίγες μέρες χάθηκε από τον κορωνοϊό, στο Λονδίνο. Το παράδειγμά της όμως, μένει.
Τέτοια μέρα, στο μυαλό μου έρχεται ένα ποίημα, ύμνος στην αγάπη της μάνας, του Γάλλου ποιητή Ζαν Ρισπέν, που σε λίγες γραμμές μπορεί να καθρεφτίσει απόλυτα το μεγαλείο του δυνατότερου συναισθήματος στη ζωή.
Πολλοί γνωρίζουν το ποίημα με την περιπέτεια της καρδιάς της μάνας, μα δεν βλάπτει να το επαναλάβω, μέρα που είναι. Την ξερίζωσε ο γιος της για να ικανοποιήσει την επιθυμία της μάγισσας ή της νεράιδας που ήθελε για ερωμένη του. Για να του δώσει φιλί, ζήτησε να ρίξει την καρδιά της μάνας του στα σκυλιά της. Εκείνος παράφορος από έρωτα και μεθυσμένος, ικανοποίησε την επιθυμία της. Έπραξε το αδιανόητο. Αλλά επιστρέφοντας, ταραγμένος όπως ήταν, έπεσε. Τότε η ξεριζωμένη καρδιά της μάνας σκίρτησε για το παιδί της, ανησύχησε και το ρώτησε: «Μη χτύπησες παιδί μου πουθενά;». Ως θεατρικό δρώμενο το παρουσιάσαμε παλιότερα στο Γιάννης Ρίτσος (Κουκλάκι) και νομίζω ότι πρέπει να το ξαναπαίξουμε:
“Ένα παιδί , μοναχοπαίδι, αγόρι, αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη – δεν αγαπώ, του λέει, εγώ παιδιά – μα αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου, της μάνας σου να φέρεις την καρδιά, να ρίξω να τη φάει το σκυλί μου… Τρέχει ο γιος τη μάνα του σκοτώνει και την καρδιά τραβάει και ξεριζώνει. Και τρέχει να την πάει Μα σκοντάφτει και πέφτει ο νιος κατάχαμα με δαύτη. Κυλάει ο νιος και η καρδιά κυλάει Και την ακούν να κλαίει και να μιλάει… Μιλάει η καρδιά της μάνας στο παιδί και λέει: «εχτύπησες αγόρι μου»; Και κλαίει….” Ζαν Ρισπέν (1849- 1926)