200 χρόνια Ανεξαρτησίας με την Τουρκία να επιτίθεται: Οι συμβολισμοί, είναι πολύ δελεαστικοί
Η ένταση την οποία επιδιώκει να συντηρεί και κατά περιόδους κλιμακώνει η Τουρκική πλευρά προς το Αιγαίο και οι αιτιάσεις της σχετικά με το καθεστώς του θαλασσίου χώρου, ανέκαθεν αποτελούσε «αγκάθι» της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και καθοριστικό παράγοντα των Ελληνικών σχεδιασμών.
Την όλη δυσκολία συνεννοήσεως των δύο πλευρών, επιτείνει η έναρξη ερευνών και προοπτικής εξορύξεως υδρογονανθράκων στην θαλάσσια ζώνη και αυτομάτως, μετατρέπει το Αιγαίο από θάλασσα ειρήνης και γέφυρα επικοινωνίας σε μήλο της έριδος και πεδίο σκληρής και εν δυνάμει ενόπλου αντιπαραθέσεως.
Είναι δεδομένη, η ιστορικά συνεχής, επιθυμία της Τουρκίας για την απόκτηση θαλασσίου οικονομικού χώρου, ο οποίος θα είναι ανάλογος της εδαφικής εκτάσεως και του μήκους της Αιγιακής ακτογραμμής της. Αυτό, ισχύει πολύ πριν εμφανισθεί το νέο-Οθωμανικό ιδεολόγημα των κ.κ. Erdogan και Davutoglou. Και η προηγουμένη, κεμαλική πολιτική τάξη εξουσίας της Αγκύρας είχε στρέψει τις διεκδικήσεις της προς δυσμάς και ίσως, αυτό είναι η αιτία για την οποία οι πολιτικές ηγεσίες της Ελλάδας μέχρι σήμερα δεν είχαν κάνει καμία ενέργεια διερεύνησης και εξόρυξης.
Τόσο ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όσο και οι Ανδρέας Παπανδρέου και Κώστας Σημίτης, γνώριζαν πολύ καλά ότι με τα Ελληνοτουρκικά ζητήματα (υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ νήσων κ.λπ.) σε εκκρεμότητα, οποιαδήποτε συζήτηση ή ενέργεια προς την κατεύθυνση αυτή, θα προκαλούσε αλληλουχία προβλημάτων και συγκρούσεων στις, ήδη, τεταμένες, Ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Η ειδοποιός διαφορά της κεμαλικής καθεστηκυΐας τάξεως με την σύγχρονη Τουρκική ηγεσία βρίσκεται στην ασφάλεια που διακατείχε την προηγούμενη πολιτική εξουσία, η οποία αισθανόταν σταθερή, ασφαλής και «μόνιμη» μέσα στις στολές των στρατιωτικών και τις τηβέννους των δικαστών, ενώ, το υπό ανάπτυξη «αυτοκρατορικό» καθεστώς του κ. Erdogan διακατέχεται από ανασφάλεια και όπως όλα τα αυταρχικά καθεστώτα του τύπου αυτού, έχει ανάγκη να βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, προκειμένου να διατηρείται η ισορροπία της.
Έχει λεχθεί κατ’ επανάληψη ότι, τα καθεστώτα του τύπου αυτού έχουν ανάγκη από εσωτερικούς ή/και εξωτερικούς εχθρούς. Στην προκείμενη περίπτωση ο εσωτερικός εχθρός, ο ιμάμης Fetullah Gulen και οι οπαδοί του, έχει εξαντλήσει την χρησιμότητά του, ενώ, η δια των όπλων επιβολή στις Κουρδικές περιοχές της Συρο-Τουρκικής μεθορίου, εξάντλησε τα θετικά που μπορούσε να προσφέρει η περίπτωση αυτή.
Το Αιγαίο και η διεκδίκηση συμμετοχής στο ενεργειακό παιχνίδι το οποίο ξεκινά σε αυτή την πλευρά είναι μονόδρομος για την Τουρκική ηγεσία και όχι μόνον την σημερινή, αλλά και για οποιαδήποτε, άλλη, προκύψει στο μέλλον.
Η πρόσφατη κλιμάκωση της έντασης -μέχρι απειλής πολεμικής εμπλοκής- στην Ελληνική ΑΟΖ και εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, αναδεικνύει την ευστάθεια των ανωτέρω σκέψεων, αλλά, ταυτοχρόνως, η υπαναχώρηση της Τουρκίας δεικνύει κάτι ακόμη (Σ.Σ.: η υπαναχώρηση αυτή εξισορροπήθηκε προς την Τουρκική κοινή γνώμη με την αποστολή του Barbaros ανοικτά της Αμμοχώστου, εντός της Κυπριακής ΑΟΖ).
Δεν θα ήταν άστοχος ο ισχυρισμός ότι ο κ. Erdogan προετοιμάζει την εγκατάλειψη των εναγκαλισμών με Ασιατικές δυνάμεις, τις οποίες μέχρι σήμερα χρησιμοποίησε ως συμμάχους, προκειμένου να διαχειρισθεί την ήττα και τις αποτυχίες στην επίτευξη των στόχων του στην εξωτερική πολιτική.
Ας επιτραπεί εδώ, η υπενθύμιση ότι η τουρκική εξωτερική πολιτική συνίστατο σε 3 άξονες: α) την εκδίωξη του Asad από την Δαμασκό, κάτι που δεν επετεύχθη, β) την ανάσχεση της κουρδικής προέλασης κατά την διάρκεια των συγκρούσεων με το ISIS, γεγονός που εκ των πραγμάτων δεν τελεσφόρησε αρχικά λόγω της δυτικής στάσης καθώς οι Κούρδοι ήταν -και είναι- οι μόνοι συνεπείς και αξιόπιστοι συνομιλητές της Δύσης και γ) την δημιουργία ενός Σουνιτικού, υπό Τουρκική επιρροή και έλεγχο τόξου από τις αφρικανικές ακτές στον Ατλαντικό μέχρι την Άγκυρα. Και σε αυτή την επιδίωξη δεν πέτυχε ο κ. Erdogan -και ευτυχώς, βέβαια- ανετράπη το καθεστώς των «αδελφών Μουσουλμάνων» στην Αίγυπτο και ανέλαβε την εξουσία η φιλοδυτική, σημερινή στρατιωτική ελίτ.
Όμως, σήμερα, με ανοχή της Δυτικής πλευράς και την Αμερικανική απουσία, τα τουρκικά στρατεύματα βρίσκονται στο Αφρίν, στην Λιβύη, στην Β. Συρία και το Ιράν -ο κύριος ανταγωνιστής της Άγκυρας στο παιχνίδι δύναμης στην περιοχή-, έχει καταστεί σύμμαχος της Τουρκίας.
Πιθανόν, επομένως, ο Τούρκος Πρόεδρος να αισθάνεται απελευθερωμένος να στραφεί εκ νέου προς την Δύση και επιθυμεί την βελτίωση των σχέσεων με την Ε.Ε., βλέποντας επιπροσθέτως, ότι η κακή σχέση του με την Ευρώπη κοστίζει πολύ στην οικονομία του, τον βασικό πυλώνα της πολιτικής του ισχύος και περισσότερο παντός άλλου, επιθυμεί να αποκαταστήσει την σχέση αυτή.
Οι λεονταρισμοί του προς την Ελλάδα, θεωρεί ότι του επιτρέπουν την ανανέωση των Ευρωτουρκικών σχέσεων με καλλίτερους όρους και πιο εύκολα καθώς και η Ελληνική και αυτή η Ευρωπαϊκή πλευρά καταδεικνύονται ως ανίσχυρες, προ της Τουρκικής αποφασιστικότητας και στρατιωτικής ισχύος.
Η συγκυρία, η οποία βρίσκει την Ευρώπη ταλαιπωρουμένη από τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας covid-19 και η αστάθεια της Τουρκικής οικονομίας, με την κατακλυσμιαία υποτίμηση της τουρκικής λίρας, δεν λειτουργούν στην κατεύθυνση ανάσχεσης της επιθετικότητας αλλά, αντιθέτως, την υποδαυλίζουν και ωθούν σε ριψοκίνδυνα τολμήματα. Πρόσφατο και χαρακτηριστικό παράδειγμα η Τουρκική εμπλοκή στην Λιβύη.
Και αν η Ευρώπη μετράει τις πληγές της και οι περισπασμοί εκ της πανδημίας και της οικονομικής ύφεσης κρατούν απασχολημένους τους μείζονες Εταίρους, το Ισραήλ, ιδίως μετά τις τελευταίες ανταλλαγές επισκέψεων αντιπροσωπειών σε ανώτατο επίπεδο, προβάλλεται ως ο νέος παράγοντας αποτροπής της Τουρκικής επιθετικότητας.
Όμως, και αυτή η ελπίδα είναι χλωμή καθώς, κατά το τελευταίο διάστημα όσοι ασχολούνται ενδελεχώς, θα έχουν παρατηρήσει τις αθόρυβες, αλλά, υπαρκτές προσπάθειες επαναπροσέγγισης Αγκύρας και Ιερουσαλήμ. Στην καλλίτερη των περιπτώσεων η Ελληνική πλευρά θα αναμένει υποστήριξη σε πεδίο πληροφοριών, αλλά, σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπονται σκέψεις για Ισραηλινή εμπλοκή σε πιθανή ένοπλη αντιπαράθεση μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Σε μία παρόμοια περίπτωση είναι περισσότερο από βέβαιο ότι η Ελλάς θα κληθεί μόνη, αυτή να αντιμετωπίσει τις Τουρκικές σφαίρες.
Η Άγκυρα, δείχνει να προτιμά αυτή την λύση των διμερών θεμάτων, την επίλυσή τους, δηλαδή δια της ισχύος των όπλων. Κατά την δική της εκδοχή, θεωρεί ότι συνολική επίλυση των διαφορών και απάντηση θετική για την Τουρκία στις σύνθετες και πολλαπλές γεωπολιτικές-γεωστρατηγικές επιδιώξεις της και των εσωτερικών πολιτικών ζητουμένων της, είναι η λύση των κανονιοφόρων.
Η τυπική, προβαλλομένη και από τις δύο πλευρές -Αθηνών και Αγκύρας- αιτία ενδεχομένης ενόπλου συγκρούσεως, θα εστιάζεται στις διμερείς διαφορές και στην Ελληνική ερμηνεία της συνθήκης για το Δίκαιο της Θαλάσσης. Όμως, επ’ αυτής και Έλληνες νομικοί και εμπειρογνώμονες του Διεθνούς Δικαίου έχουν διατυπώσει επιφυλάξεις, θεωρώντας την ερμηνεία από ελληνικής πλευράς, διασταλτική και ακραία.
Είναι δεδομένο, ακόμη, ότι η κατάληξη πολεμικής αντιπαραθέσεως δεν πρόκειται να είναι ανώδυνη.
Και βεβαίως, οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας έχουν πλεονεκτήματα έναντι της αριθμητικής και ποιοτικής σε πολεμικό υλικό τουρκικής υπεροχής και είναι ικανές να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις, πλην, όμως, αδυνατούν εκ των πραγμάτων να καλύψουν τα δεκάδες τα σημεία του Ελληνικού νησιωτικού εδάφους ―ακατοίκητοι βράχοι και νησίδες, αλλά και μεγαλύτερα νησιά―, σημεία για τα οποία, ο αντίπαλος θα είναι εις θέση, εις ελαχίστη απόσταση από την ηπειρωτική του ακτή, να επιχειρήσει την επιβολή εδαφικών τετελεσμένων, σχεδόν αμαχητί. Η προστασία όλων συγχρόνως, συνεπάγεται αναπόφευκτη διασπορά των δυνάμεων του αμυνομένου, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο -αν όχι αδύνατον- ακόμη και για μεγαλύτερες και ισχυρότερες χώρες από την Ελλάδα.
Σε αντίθεση, δεν υπάρχουν σημεία στην τουρκική ηπειρωτική περιοχή τα οποία προσφέρονται για την δημιουργία ισοδύναμου, εδαφικού τετελεσμένου, ώστε να οδηγηθούμε σε διαπραγματευτική ισοπαλία.
Προβάλλει, συνεπώς, ως μονόδρομος η ανάληψη διπλωματικών πρωτοβουλιών προς την κατεύθυνση της Χάγης, προς δικαστική διαιτησία και όχι διμερή διαπραγμάτευση -γιατί είναι σωστή η ελληνική θέση η οποία κάνει λόγο για νομικής και όχι πολιτικής φύσεως διαφορές-, υπό όρους οι οποίοι δεν θα επιτρέπουν στην Τουρκία να απορρίψει την προσφυγή, χωρίς να εμφανισθεί ως η επιτιθεμένη. Ας μην παραβλέπουμε ότι μέχρι στιγμής, για τα ζητήματα του Δικαίου της Θαλάσσης, η Τουρκική πλευρά είναι εκείνη η οποία, έχει επανειλημμένως, καλέσει σε έναρξη διαλόγου, ενώ, η Ελληνική εμμένει αδιάλλακτη, αρνούμενη οποιαδήποτε διαπραγμάτευση και συνεχώς κάνει λόγο για «αδιαπραγμάτευτα δικαιώματα».
Πρέπει, βεβαίως, να συγκρατείται ότι το Διεθνές Δικαστήριο δεν θα δικαίωνε πλήρως και όλες τις Ελληνικές θέσεις.
Συνεπώς, το ερώτημα που τίθεται προς την Ελληνική πλευρά είναι μόνον αυτό: μέχρι ποιου βαθμού είναι έτοιμη και διατιθεμένη να προβεί σε συμβιβασμό. Τώρα, προτού αυτός ο συμβιβασμός προκύψει ως τετελεσμένο και συνεπάγεται ακρωτηριασμό Ελληνικού εδάφους.
Πρέπει, επομένως, να προηγηθεί μία πράγματι ουσιαστική, Ελληνική πρωτοβουλία προς την διεθνή δικαστική ρύθμιση, χωρίς όρους οι οποίοι θα καθιστούν, εκ προοιμίου, ανέφικτη την σύναψη του συνυποσχετικού της προσφυγής, θα είναι κατά τι πιο πιθανή η ενεργότερη παροχή υποστηρίξεως εκ μέρους της Ε.Ε. και των Η.Π.Α.
Είναι, επίσης, βάσιμη η υπόθεση ότι ο Κος Erdogan, οι ιδεολογικοί ακόλουθοί του, αλλά και οι περισσότεροι Κεμαλικοί αντίπαλοί του, υπό την φόρτιση της νέο-Οθωμανικής ιδεολογίας τους και των περιφερειακών φιλοδοξιών τους, επιθυμούν, η επέτειος των 200 ετών της Ελληνικής ανεξαρτησίας να αμαυρωθεί -όπως και η πρώτη 100ετηρίδα, η οποία συνέπεσε με την ήττα στον Σαγγάριο και την επακολουθήσασα Μικρασιατική καταστροφή-, υπό την σκιά της ταπείνωσης που προκαλεί μια στρατιωτική ήττα.
Έχω την αίσθηση ότι οι συμβολισμοί αυτοί, είναι πολύ δελεαστικοί, ώστε να αντισταθεί η Άγκυρα του κ. Erdogan στην ευκαιρία, η οποία παρουσιάζεται έναν, σχεδόν, αιώνα μετά.
πηγή: newsbomb.gr