Α. Αναγνωστόπουλος: 12 Μαρτίου…Δέντρο μυστικό του παραδείσου, μέσα από ένα μαθητικό κι όχι μόνο χρονογράφημα
του Άρη Αναγνωστόπουλου
Ήταν για πολλά χρόνια 12 Μαρτίου, πολλά χρόνια της παιδικής ηλικίας, της εφηβείας, της ωριμότητας, που γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν με τις μελωδίες του Σταύρου Κουγιουμτζή και τους στίχους, την ποίηση του Μάνου Ελευθερίου. Λύπες, χαρές, κλάματα, γέλια, απογοητεύσεις, προσμονές, ελπίδες, αγάπες, έρωτες, όλα μαζί πέρασαν σαν νεράκι, από τις τελευταίες τάξεις του δημοτικού, έως σήμερα, πάντα βρίσκοντας «απάγκιο κι απανέμι», στα τραγούδια του Σταύρου και του Μάνου, εκφρασμένα στη συντριπτική τους πλειοψηφία μέσα από τις άφθαστες ερμηνείες του Γιώργου Νταλάρα. Ήταν τόσο άμεση η αυθόρμητη ταύτιση ενός μικρού παιδιού, με τα συναισθήματα και τις έννοιες των τραγουδιών τους, που κάθε χαρτζιλίκι του το χαλούσε για να βρει και να αγοράσει όλες τις κασέτες, που τα περιείχαν. Η κρυφή πολλές φορές, από τους δάσκαλους γονείς του, ακρόαση τους, ήταν κάθεμία ένα ξεχωριστό μάθημα ζωής, μια αλλιώτικη, ακατέργαστη διαπαιδαγώγηση αξιών και αρχών, ένα διαρκές σκάλισμα συναισθημάτων, μια δίχως νικητή αναμέτρηση καρδιάς και ψυχής, μια πρόωρη ροπή προς ωρίμανση της παιδικότητας, η οποία όμως στο τέλος γινόταν πιο παιδί από πριν…
Τα χρέη της καρδιάς, Το σβησμένο καρβουνάκι, Της Φραγκογιαννούς τα πάθη, Σε καρτερούν μαστιγωτές και συμπληγάδες, Οι ελεύθεροι κι ωραίοι, Το μπαλκονάκι της μικρής ζωής, Τα πρώτα λόγια του Χριστού, Στα χρόνια της υπομονής, Σαν ραγίσει το ποτήρι, Όποιος τραγουδαέι τον πόνο..: Τα λόγια και οι μουσικές τους, όλα τους «κεντημένα» με τη σεμνότητα και την αντισυμβατικότητα του Κουγιουμτζή και του Ελευθερίου κι όλα(πλην της πρώτης εκτέλεσης του «Δίψασα στην πόρτα σου») ποτισμένα με το λυγμώδη λυρισμό του Νταλάρα. Όλα τους να αφήνουν σημάδια βαθειά, όλα τους να διαπερνούν απλά μα τόσο άμεσα και κοφτερά, όλα τους να ωριμάζουν σαν το παλιό κρασί,μα να βγάζουν πάντα τη φωτιά στα σωθικά και το ξάφνιασμα της πρώτης ρακής.
Ο Κουγουμτζής εξέφραζε τόσο ίδια τα συναισθήματα των μουσικών του με εκείνα των στίχων του Ελευθερίου, που ο Μάνος θα μπορούσε να είναι ο στιχουργός όλων των τραγουδιών του Σταύρου, κι όλα τους να είναι ερμηνευμένα από τον Γιώργο. Μη μου θυμώνεις μάτια μου, Έτσι είναι οι άνθρωποι, Σε σοκάκια και μπαλκόνια, Κάποιας μάγισσας τα χάδια, Στα ψηλά τα παραθύρια, Και μια σημαία σ’ένα μπαλκόνι, Το πουκάμισο το θάλασσι, Κάποιος χτύπησε την πόρτα, Ο ουρανός φεύγει βαρύς, Έχεις την πόρτα σου κλειστή, Αυγερινό παράπονο, Κάστρα ψηλά να γκρέμιζα, Ήταν πέντε ήταν έξι, Χάντρα στο κομπολόι σου, Όταν ανθίζουν πασχαλιές, Αν ήταν να σ’αρνηθώ, Κάποιον άλλον φίλησες στο στόμα, Ούτε ένα αηδόνι στον μπαξέ, Αν δεις στον ύπνο σου ερημιά, Δίχως την καρδουλα σου, Δώσε μου το χέρι σου, Κάπου νυχτώνει, Μ’έκοψαν με χώρισαν στα δυο, Το σακάκι μου κι αν στάζει, Και στο λιμάνι ήρθε το πλοίο, Ποιό δρόμο να διαλέξω, Αν ειν’να’ρθεις να καρτερώ, Στης γειτονιάς το καπηλειό, Κάπου στα Πετράλωνα, Μου’δωσε ο πλάστης την καρδιά, Να’τανε το 21, Ένας κόμπος η χαρά μου, Το πρώτο περιστέρι, Λίγη ειν’η σάρκα, Αυτός που θα φανερωθεί, Να σταματήσω τον καιρό, Πάσχα των Ελλήνων, Μη γυρεύεις ομορφιές, Τα Κατά Ματθαίον Πάθη, Άδειοι οι δρόμοι, Τα πολύχρωμα σου μάτια, Σ’αυτήν την πόλη, Το φορτηγό, Που’ναι τα χρόνια…Όλοι οι παραπάνω «Ύμνοι αγγέλων σε ρυθμούς ανθρώπων» του Κουγιουμτζή και της Τσώτου, του Παπαδόπουλου, του Μπουρμπούλη, του Κινδύνη, του Δασκαλόπουλου, του Θέμελη, τραγουδισμένοι από τον Νταλάρα, θα μπορούσαν να είχαν γραφτεί από τον Ελευθερίου. Άλλωστε ο συμπτωματικός χαρακτήρας της 12ης Μαρτίου, θα αποτελούσε μια μυστηριωδώς παντοτινή «επικοινωνία ψυχών» Σταύρου και Μάνου, καθώς ο Ελευθερίου γεννήθηκε 12 Μαρτίου, όταν κι «έφυγε» ο Κουγιουμτζής.
Από το 1989 και τις τελευταίες τάξεις του δημοτικού μέχρι και τις πρώτες λοιπόν τάξεις του γυμνασίου, όλη η δισκογραφία του Κουγιουμτζή και του Ελευθερίου, αποτελούσε το πιο αγαπημένο βιβλίο, διδαγμένο από «τις παραδόσεις» της φωνής του Νταλάρα. Πηγαίνοντας στο γυμνάσιο και λύκειο δε, της Αμερικανίδων Κυριών στην Κοκκινιά, μαθαίνοντας την ιστορία του χώρου τους, καθώς προυπήρξε μαιευτήριο-παράπηγμα για τους πρόσφυγες της Σμύρνης μέσα στο οποίο γεννήθηκε ο Γιώργος Νταλάρας, η αγάπη μου και η αφοσίωση στα διδάγματα των τραγουδιών του Κουγιουμτζή μεγάλωσε και μετατράπηκε σχεδόν σε «επαναληπτικό μονοπώλιο», προσπαθώντας μάλιστα να το μεταδίδω σε όλες μου τις παρέες των μαθητικών, των φοιτητικών και των μετέπειτα χρόνων. Ένιωθα σαν να είχα υποχρέωση, σα να όφειλα, όλες αυτές τις απάτητες αξίες της καρδούλας του κυρ Σταύρου, να τις διαδώσω σε όσους περισσότερους ανθρώπους μπορώ, σαν μια προσφορά δίχως αντάλλαγμα, δίχως προϋποθέσεις, σαν ένα μακρινό ταξίδι μές τα κύματα, μες τη θάλασσα, μέσα σε σοκάκια και μπαλκόνια, σε στενά κι ανηφοριές…
Θυμάμαι ακόμα την οξύμωρη στιγμή, που έμαθα την πρόωρη «φυγή» του Κουγιουμτζή, μες τη χαρά και το γέλιο του καρναβαλιού στο Ρέθυμνο, 12 Μάρτη του 2005…Ένα μήνα μετά, οδήγησα μέχρι την Καλαμαριά, να του αφήσω ένα λουλουδάκι, χρέος καρδιάς στον αφανή δάσκαλο των χρόνων της αθωότητας μου, της αθωότητας μας…Κρατώ την πιο ανεξίτηλη στιγμή, αυτής της σχέσης άδολης αγάπης κι αφοσίωσης, όταν μετά από 10 σχεδόν χρόνια, ο χρόνος κι ο καιρός τα έφεραν έτσι, όπου βοηθώντας στη διοργάνωση των συναυλιών του αγαπημένου πια φίλου, Γιώργου Νταλάρα στην Κρήτη, σε μια από τις 5 συναυλίες του, τραγούδησε στο σχολείο που τελείωσα το δημοτικό στον Άγιο Νικόλαο. Εκεί, ανάμεσα σε φίλους, συγγενείς, γνωστούς, που με είχαν 30 σχεδόν χρόνια «υποστεί» να τους μιλάω για τις αξίες των μελωδικών νοημάτων του Κουγιουμτζή, ακούγοντας από τον Γιώργο το «Ήταν πέντε, ήταν έξι», το παράπονο με πήρε, κι έκλαψα από ασύγκριτη χαρά, βλέποντας τους να τραγουδούν τα διαμάντια του Σταύρου…Αυτή η στιγμή, θα με συνοδεύει πάντοτε, σαν ένα απαύγασμα υπερβατικής νομοτέλειας, σύμφωνα με το οποίο ό,τι αξίζει αληθινά στη ζωή μας, ποτέ δεν πηγαίνει χαμένο…Πάντα θα μας συναντά σαν δραπέτης που τρυπώνει στις υγρές του μυαλού μας στοές, δίχως να ξεκουμπώνουμε το σακάκι μας, μη φανούν οι βαθιές μας πληγές…
Ο κόσμος άραγε του Κουγιουμτζή, δεν είναι αυτός ο παντέρμος κόσμος, που ζούμε και σήμερα;;;
Αυτός ο κόσμος είναι μια πλάνη
και συ που ξέρεις ποιος ήμουν χτες,
στείλε έναν ήλιο να με ζεστάνει
δεν τις αντέχω τόσες βροχές.
Σ’ αυτό τον κόσμο είμαστε ξένοι
το κάθε σπίτι μια φυλακή,
και η ζωή μας συννεφιασμένη
σαν του Τσιτσάνη την Κυριακή.
Είπες πως θα ‘ρθεις και περιμένω
να ‘ρθουνε πάλι μέρες καλές,
σ’ αυτό τον κόσμο τον μπερδεμένο
να ξανανθίσουν οι πασχαλιές.
*φωτογραφίες: αρχείο οικογένειας Σταύρου Κουγιουμτζή