Η Τουρκία επιστρέφει στις αγκάλες της Δύσης ή απλά πρόκειται για έναν ακόμη ελιγμό της Άγκυρας
Δεν είναι μεγάλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αξιωματούχοι και κυβερνητικά στελέχη της Τουρκίας καθώς και ο Πρόεδρός της έδιναν τροφή για αναλύσεις περί της προοπτικής ή μη θερμού επεισοδίου με την Ελλάδα, ενώ, από μεγάλη μερίδα πολιτών υπήρχε διάχυτη ανησυχία και προβληματισμός για το ενδεχόμενο σύγκρουσης με την γείτονα και άσπονδη σύμμαχο.
Από χθες, όμως, η Άγκυρα εμφανίζει εντυπωσιακή μεταστροφή. Οι διάπυροι εθνικισμού και επιθετικότητας τουρκικοί δεκάρικοι περί «γαλάζιας πατρίδας», «συνόρων καρδιάς» και άλλων εντοσθίων, απαλείφθηκε από τις δημόσιες –τουλάχιστον- τοποθετήσεις τόσο του ίδιου του κ. Ερντογάν όσο και των στελεχών της κυβερνήσεώς του, όπως ο Υπουργός Εξωτερικών κ. Τσαβούσογλου.
Στις τελευταίες ομιλίες του ο Τούρκος Πρόεδρος κάνει μεν λόγο για την Τουρκία ως «ανερχόμενο αστέρι» στο διεθνές σύστημα, αλλά οι τόνοι τόσο ως προς την Ελλάδα όσο και ως προς την Δύση έχουν σαφώς πέσει ή ακόμη και εκλείπει παντελώς η οξεία και προκλητική φρασεολογία του.
Σηματοδοτείται, άραγε η σταδιακή επιστροφή της Τουρκίας «ψυχή τε και σώματι» στην αγκαλιά της Δύσης; Σε αυτό, πέραν της αλλαγής της φρασεολογίας, δέον να συγκρατούνται και δύο ακόμη σημαντικά δεδομένα, βάσει των οποίων –έστω και αχνά προς το παρόν-, διαγράφονται οι προθέσεις της Αγκύρας ως προς την πρόθεση και επιλογή πλευράς όσο και ως ενδεικτικά σημεία της ικανότητας του Τούρκου ηγέτη να ελίσσεται και να μεταβάλλει την πολιτική της χώρας του.
Κατανοεί ο αναγνώστης ότι ο λόγος για την επιχείρηση αναθερμάνσεως των σχέσεων της Τουρκίας με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) και το Ισραήλ.
Κατά την επίσκεψη στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα την 14η Φεβρουαρίου, ο Ταγίπ Ερντογάν άφησε έκπληκτο το κοινό όταν οι μέχρι χθες αποκαλούμενοι υποκινητές και χρηματοδότες του εναντίον του πραξικοπήματος, έγιναν παραδοσιακοί φίλοι και «αδέλφια».
Από την άλλη πλευρά, ο κ. Ερντογάν επιτίθετο επί σειράς ετών στο Ισραήλ και μάλιστα με χαρακτηρισμούς που θα δικαιολογούσαν και την μέγιστη δυνατή, σκληρή απάντηση από πλευράς Ιερουσαλήμ (όμως, η πρόσφατη επίσκεψη (9η Μαρτίου τρχ. έτους) του Ισραηλινού Προέδρου, κ. Ισαάκ Χέρτζογκ ―πρώτη επίσκεψη Ισραηλινού προέδρου στην Τουρκία από το 2008―, από μόνη της είναι εντυπωσιακό γεγονός, μιας και η προηγηθείσα ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών ήταν μεγάλη, με τις δημόσιες τοποθετήσεις του κ. Ερντογάν να περιγράφουν το Ισραήλ ως κράτος-τρομοκράτη, κράτος-δολοφόνο κ.λπ.
Η Τουρκικής πλευρά, εμφανίστηκε, όχι, απλώς επιδεκτική αλλά και επισπεύδουσα στην εξομάλυνση και αναθέρμανση των διμερών σχέσεων, αφήνοντας πίσω τις κακές στιγμές. Το Ισραήλ, μετά από την επίσκεψη αυτή παρουσιάζεται παραδοσιακός φίλος και στενός συνεργάτης στην πορεία των χωρών.
Σε κάθε περίπτωση είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι στην κοινή συνέντευξη των δύο ηγετών, μετά την 2ωρη συνάντησή τους, αφέθηκε αν διαφανεί σημαντική βελτίωση του κλίματος στις σχέσεις των δύο χωρών.
Τέλος ένα ακόμη σημείο που είναι σημαντικό δείγμα της πολιτικής Ερντογάν, είναι και ο απόηχος στα Τουρκικά Μέσα και τις δηλώσεις Τούρκων κυβερνητικών παραγόντων από την επίσκεψη του Έλληνα Πρωθυπουργού κ. Κυριάκου Μητσοτάκη, την 13η τρχ. μηνός στην Άγκυρα.
Ενδεικτικός είναι ο σχολιασμός της επίσκεψης από τον εκπρόσωπο τύπου του κόμματος ΑΚΡ (κόμμα του κ. Ερντογάν), κ. Ομέρ Τσελίκ ο οποίος αναφερόμενος στην συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν, είπε τα εξής: «Φυσικά αυτή η επίσκεψη του πρωθυπουργού της Ελλάδας ήταν μια πολύτιμη επίσκεψη. Άνοιξε εδώ ένα παράθυρο ευκαιρίας με προοπτικές για τα πεδία των προβλημάτων και για την μείωση της έντασης που είχε εμφανιστεί. Ελπίζουμε ότι αποφεύγοντας τα μέχρι τώρα πεδία προβλημάτων και συγκρούσεων, η επίσκεψη θα είναι μια αρχή για την επίλυση προβλημάτων στο τραπέζι της διπλωματίας με βάση το νόμο και την δικαιοσύνη».
Να υπενθυμίσουμε ότι ο ίδιος ο κ. Τσελίκ μια εβδομάδα πριν την επίσκεψη έλεγε πως «Ο φάκελος της Ελλάδας είναι πολύ μεγάλος», αφήνοντας σαφή υπονοούμενα, ενώ στο ίδιο φάσμα εκινούντο και παράγοντες των θεσμών εξωτερικής πολιτικής και Αμύνης της Τουρκίας.
Πάντως, παρά την θετική αυτή μεταλλαγή του, η εξαγωγή συμπερασμάτων για το αν η Τουρκία επιστρέφει στην Δύση είναι πρόωρη καθώς ο Τούρκος Πρόεδρος είναι απρόβλεπτος και έχει επιδείξει ιδιαίτερη τις μεταστροφές στην πολιτική του, ειδικά στα θέματα που αφορούν στις συμμαχίες του και την εξωτερική πολιτική.
Φαίνεται ότι η προσοχή της Αγκύρας, αυτή την στιγμή στρέφεται προς Βορειοανατολικά, επιχειρώντας να αξιοποιήσει την εισβολή της Ρωσίας και τον πόλεμο στην Ουκρανία, προκειμένου να προσπορισθεί οφέλη, μετά την αδράνεια στην εξωτερική πολιτική και εν συνεχεία την οργίλη, επιθετική αντίδραση –δίκην κακομαθημένου εφήβου-, όταν η ταχύτατη και απολύτως επιτυχής κινητοποίηση της Ελληνικής Διπλωματίας απέφερε δύο ουσιαστικές Συμφωνίες (με Η.Π.Α. και Γαλλία) και έσπρωξε την Τουρκία σε πολιτική απομόνωση στην διεθνή σκηνή.
Δεδομένης της μεταστροφής της Γερμανικής πολιτικής (βλ. επίσκεψη Καγκελαρίου Σουλτς, Τουρκία) και με τις Ηνωμένες Πολιτείες να επιστρέφουν στην διεθνή σκακιέρα (“America is back”), συγκρατείται ως αισιόδοξο σημείο το γεγονός ότι η επίσκεψη του Έλληνα Πρωθυπουργού υπήρξε αποδοτική.
Γεγονός είναι ότι η επιθετικότητα και η πρόκληση δείχνουν να έχουν εγκαταλειφθεί από την ρητορική της Αγκύρας, ως αιχμές πολιτικής έναντι της Ελλάδος. Οι τόνοι έχουν πέσει και πλέον δεν γίνεται λόγος για την Λωζάνη ή για την αποστρατικοποίηση των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου. Αν αυτό θα είναι πρόσκαιρη τακτική ή θα συνεχίσει με αυτή τη γραμμή θα δειχθεί στο μέλλον.
Οφείλει να αξιολογηθεί το γεγονός αν πρόκειται για πλήρη και σταθερή μεταστροφή της Τουρκίας. Αδιαμφισβήτητα, εδώ και αρκετό χρονικό διάστημα ο κ. Ερντογάν κλείνει μέτωπα ( Εμιράτα, Ισραήλ , Αίγυπτος , ακόμη και ΗΠΑ, πλην Ελλάδος, όπου ανέβαζε «στροφές» και απειλούσε). Τι άλλαξε; Προφανώς η Ρωσική επέμβαση και ο Πόλεμος στην Ουκρανία και κυρίως η αντίδραση της Δύσης (όπλα, κυρώσεις κ.λπ.) όπου πάλι δεν συμμετέχει και ακολουθεί την παραδοσιακή στρατηγική του «Επιτήδειου Ουδέτερου» και πλέον, σήμερα, του διεθνώς αναβαθμισμένου Περιφερειακού παίκτη, ως Μεσολαβητή.
Τι επιδιώκει ; Τι φοβάται; Πιθανώς, ότι αν συνεχιστεί και μεγεθυνθεί η αντιπαράθεση ΗΠΑ και ΕΕ εναντίον Πούτιν και εμμέσως Κίνας, τότε κινδυνεύει να μείνει έξω από την νέα αρχιτεκτονική Άμυνας και ασφάλειας της ΕΕ. Ούτε στους χειρότερους εφιάλτες της Τουρκίας , να μείνει έξω από τέτοιο παιγνίδι! Και έτσι ερμηνεύεται και η στροφή ( προς το παρόν στα λόγια) με την Ελλάδα! Αλλά ας αναμένουμε, χωρίς να παραχωρούμε τζάμπα, όσα επιδιώξει ο Ερντογάν! Ο Πόλεμος (και η συνέχιση του η μη) Δύσης-Πούτιν θα καθορίσει την συνέχεια της Τουρκικής στρατηγικής ―συνακόλουθο πιέσεων ΗΠΑ- Γερμανίας-Γαλλίας-Βρετανίας―, ώστε να πάρει καθαρή θέση στο νέο μέτωπο. Αυτό συνεπάγεται, προφανώς, το κλείσιμο εκκρεμοτήτων με Ελλάδα. Αυτό, όμως θα σημαίνει ότι και εμείς θα δεχθούμε πιέσεις για το «κλείσιμο» αυτό.
Σε κάθε περίπτωση, η Ελληνική πλευρά οφείλει να βρίσκεται εν εγρηγόρσει και να αξιοποιήσει το γεγονός ότι, μετά και την Ουκρανική κρίση το Αιγαίο έχει αποκτήσει υψηλό ενδιαφέρον για την Δύση. Η συνέχεια της κινητικότητας και η εξακολούθηση ενεργητικής, προδραστικής διπλωματίας είναι η ενδεδειγμένη στρατηγική και τακτική μέθοδος.
Ο Λυκούργος Χατζάκος είναι αναλυτής διεθνών σχέσεων και αρχισυντάκτης του Newsberg.gr και της Δικαιοσύνης Σήμερα