ΑΠΕΙΛΕΣ ΤΗΣ ΑΓΚΥΡΑΣ ΠΥΚΝΩΝΟΥΝ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ
του Λυκούργου Χατζάκου
Ανησυχητικές και άκρως επικίνδυνες είναι οι πρόσφατες εκδηλώσεις διεκδικήσεων της Τουρκίας και η, πλέον σαφώς εκπεφρασμένη απειλή σύγκρουσης από τον Τούρκο Πρόεδρο και τις δηλώσεις των υψηλόβαθμων κυβερνητικών στελεχών του, κατά την λήξη της αποβατικής άσκησης των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων «EFES».
Κατ’ αρχάς πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν υπάρχει νομική βάση στις αιτιάσεις της Τουρκίας. Το ζήτημα συναφώς με την Συνθήκη της Λωζάνης (21η Ιουλίου 1923)και την προσπάθεια αναθεώρησής της, πράγμα αδύνατον γιατί οι χώρες που έχουν συνυπογράψει την Συνθήκη είναι πολλές ―όσες έλαβαν μέρος στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, την Μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922) και συμμετείχαν στη Συνθήκη των Σεβρών, συμπεριλαμβανομένης και της ΕΣΣΔ― και κάποιες δεν υφίστανται με σοβαρά ζητήματα στον καθορισμό της διάδοχης κατάστασης.
Ακόμη και αν ―υποτεθίστω―, η Λωζάνη έπαυε να ισχύει ή κατέληγε σε διαδικασία αναθεώρησης, ο καθορισμός των συνόρων είναι τελεσίδικος και επ’ ουδενί μπορεί να τεθεί ζήτημα μεταβολής τους. Είναι δε, τόσο σαφής και ρητή η διατύπωση για τον καθορισμό τους –τον οποίο η Τουρκία έχει συνυπογράψει και όλα αυτά τα χρόνια έχει αποδεχθεί-, που δεν επιτρέπει περιθώρια αμφισβητήσεων. Δηλαδή, ακόμη και αν η Τουρκική πλευρά έχει δίκαιο για το ζήτημα της αποστρατικοποίησης, αυτό σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται πρόβλημα ή κάποια μεταβολή στο καθεστώς κυριαρχίας των νήσων.
Στην Λωζάνη, η Τουρκία παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις για τις περιοχές που αποτελούσαν τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία. Αργότερα, με ειδική συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών από τις δύο χώρες και η αποστρατιωτικοποίηση (ρητή είναι η πρόβλεψη περί «μη εγκαταστάσεως ναυτικής βάσεως») ορισμένων νήσων του Αιγαίου (Λήμνος, Σαμοθράκη, Σάμος, Χίος, Λέσβος, Ικαρία). Όσο για το ζήτημα κυριαρχίας ορίσθηκε ότι οποιαδήποτε νήσος κειμένη πέραν των 3 ναυτικών μιλίων από τις ακτές της Μ. Ασίας, περιέρχεται υπό ελληνική κυριαρχία, εξαιρουμένων των Ίμβρου και Τενέδου, οι οποίες παρέμειναν υπό την Τουρκική κυριαρχία. Αργότερα, με τη Συνθήκη του Μοντρέ, στην οποία η Ελλάδα ήταν συμβαλλόμενο μέρος, η Τουρκία απέκτησε το δικαίωμα στρατιωτικοποίησης των Στενών, της Ίμβρου, Τενέδου, και αντίστοιχα η Ελλάδα της Λήμνου και Σαμοθράκης.
Είναι πρόδηλη η παντελής αποστέρηση νομικών επιχειρημάτων της Αγκύρας. Το ερώτημα το οποίο εγείρεται από την ακραία και συνεχώς επιδεινουμένη, επιθετική ρητορική του Προέδρου Erdogan και των Τούρκων κυβερνητικών αξιωματούχων και πολιτικών ηγετών της αντιπολίτευσης, είναι το πώς θα πετύχει ο Erdogan να αναδιπλωθεί και να μην οδηγηθεί σε ένοπλη σύγκρουση δεδομένου ότι, η Αθήνα έχει διαμηνύσει προς κάθε πλευρά ―Άγκυρα, Συμμάχους και Εταίρους―, ότι σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε πρόκληση της Άγκυρας θα τύχει αναλόγου απαντήσεως.
Γεγονός πάντως είναι ότι, η Τουρκία έχει κάθε λόγο να δυσθυμεί και να αισθάνεται περιορισμένη καθώς τόσο η ΕλληνοΓαλλική όσο και η ΕλληνοΑμερικανική Αμυντική Συμφωνία δεν επιτρέπουν στην Άγκυρα να αισιοδοξεί.
Πρέπει τέλος, να σημειωθεί ότι, υψηλής σημασίας ήταν το αποτύπωμα της παρουσίας του Έλληνα Πρωθυπουργού στην Σύνοδο Κορυφής της Διαδικασίας για τη Συνεργασία στη Νοτιοανατολική Ευρώπη (SEECP), υπό την προεδρία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Πλέον, καθίσταται σαφές ότι ο ρόλος της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή προοπτική των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων είναι κρίσιμος και καθοριστικός ο λόγος της. Ουσιαστικά η Ελλάδα αναδεικνύεται και πάλι ως η χώρα που ηγείται στην περιοχή, εξουδετερώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την επιχείρηση τουρκικής διείσδυσης στην περιοχή, όπου η τουρκική πλευρά είχε προσπαθήσει να καταστεί προνομιακός συνομιλητής και σύμμαχος είτε λόγω εθνοτικών είτε λόγω ομόδοξου θρησκευτικού δόγματος.
Η τοποθέτηση του κ. Μητσοτάκη ο οποίος είπε στην ομιλία του ότι η ένταξη των χωρών αυτών πρέπει να ολοκληρωθεί σύντομα και το κλίμα αποδοχής της Ελληνικής πρωτοβουλίας που διαφαίνεται, δημιουργεί νέους όρους συμμαχιών στα βαλκάνια, βάσει των οποίων αποστερείται από την Άγκυρα και τους συνομιλητές της κάθε πλεονέκτημα.
Βεβαίως, σε περιπτώσεις αυταρχικών καθεστώτων, όπως αυτό του Τούρκου Προέδρου, σημαντικό ρόλο σε κάθε ανάλυση έχει η ιδιοσυγκρασία του ηγέτη. Εν προκειμένω, ο Erdogan πάντοτε έβλεπε τον εαυτό του ως διάδοχο των μεγάλων Σουλτάνων της Οθωμανικής περιόδου. Σημαντικό είναι και το γεγονός της καταγωγής του Τούρκου Προέδρου. Ο Tayip Erdogan προέρχεται από τα πολύ χαμηλά κοινωνικά στρώματα της Τουρκίας, μεγαλωμένος στους λασπότοπους της Κωνσταντινουπόλεως, έμαθε να επιβιώνει στις σκληρές και δύσκολες γειτονιές.
Αυτό, αν συνυπολογισθεί η μετέπειτα πορεία του, είναι βέβαιο ότι του έδωσε μία αίσθηση παντοδυναμίας, αίσθηση η οποία λόγω και του ιδιόμορφου χαρακτήρα του, σήμερα μετουσιώνεται σε θρασύτητα. Επιπροσθέτως, πρέπει να συγκρατείται το ότι οι Ανατολίτικες κοινωνίες απαιτούν από τον ηγέτη τους να είναι ισχυρός και «παλικαράς», να μην υπαναχωρεί «να μην μασάει» σε πιέσεις. Συνεπώς, είναι δύσκολο για τον Erdogan να εμφανισθεί ότι υπαναχωρεί, υποκύπτοντας σε πιέσεις.
Εξ όλου συνειρμού και δεδομένων η προδιαγραφομένη εξέλιξη δεν επιτρέπει αισιοδοξία. Καθώς δεν ανιχνεύεται στον ορίζοντα λύση των αδιεξόδων που οδηγεί η επιθετική στάση της Τουρκικής πλευράς, δεν βρίσκεται σημείο ισορροπίας και διαφυγής από την τροχιά σύγκρουσης, αυτή μοιάζει αναπόφευκτη. Ορθώς η Ελληνική Διπλωματία διεθνοποιεί το θέμα, αλλά, απαιτούνται συνεχής εγρήγορση, συντονισμένες, προσεκτικές κινήσεις και σίγουρα σε αυτές συμπεριλαμβάνεται η καλλιέργεια των συμμαχιών και η δημιουργία νέων, η αναβάθμιση του εξοπλισμού των ενόπλων δυνάμεων, προκειμένου να έχει η χώρα την απαιτούμενη αποτρεπτική ισχύ.