Εξαίρετη επίδοση μικροψυχίας και κακότητας από την αντιπολίτευση του Δήμου
«Κυρίες και Κύριοι Σύμβουλοι με πολλή συγκίνηση, όπως και την άλλη φορά, ανέλαβα την ευθύνη και την τιμή να εισηγηθώ και πρέπει να πω ανταμοιβή κάποιων ανθρώπων που το ανάστημά τους το πραγματικό, το πνευματικό, το καλλιτεχνικό, το ταλέντο τους, διαφήμιζαν την πόλη μας και μας έδωσαν καλά παραδείγματα και πρέπει τώρα εμείς με τον τρόπο που ξέρουμε, πρέπει να δηλώσουμε ότι η Αγία Βαρβάρα είναι εδώ, είναι μια πόλη του πνεύματος και της καλλιτεχνίας, της προκοπής, γιατί θέλουμε να φτιάξουμε μια τέτοια πόλη, που να έχει υπόσταση καλλιτεχνική και να διαμορφώσουμε και την ταυτότητά της, γιατί πόλη χωρίς παρελθόν και χωρίς ιστορία δεν υπάρχει»
Λάμπρος Μίχος, προς το Δημοτικό Συμβούλιο κατά την 8η τακτική συνεδρίασή του
Το φαινόμενο κατά το οποίο η αντιπολίτευση αδυνατεί ή αρνείται να μπει σε διαδικασία ουσιαστικού και γόνιμου διαλόγου και να παρατάξει επιχειρήματα και προτάσεις στην αντιπαράθεσή της με την εκάστοτε δημοτική αρχή ούτε νέο είναι ούτε και μοναδικό, όπως εμφανίζεται και στον δήμο της Αγίας Βαρβάρας.
Η μικροψυχία, όμως, την οποία επέδειξε σύσσωμη η αντιπολίτευση στην διάρκεια της 8ης τακτικής συνεδρίασης του Δημοτικού Συμβουλίου της πόλης είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις μικρότητας.
Στην συζήτηση του θέματος «Περί ονοματοδοσίας δημοτικών χώρων», ο δήμαρχος της πόλης, κ. Λάμπρος Μίχος, εισηγήθηκε ώστε το εικαστικό κέντρο της πόλης να λάβει την ονομασία «Αβραάμ Αντωνάκος», η αίθουσα εκδηλώσεων του εικαστικού κέντρου να πάρει το όνομα «Μαρίας Κακόνι» και το εντευκτήριο του ΚΕΦΑ να ονομασθεί «Αναστάσιος (Τάσος) Κωτίδης».
Όσον αφορά την κ. Κακόνι και τον κ. Κωτίδη, που βρίσκονται εν ζωή και έχουν αδιαμφισβήτητη προσφορά στα κοινά της πόλης –να επιτραπεί η επισήμανση ότι η Μαρία Κακόνι έχει αναβαθμίσει με την παρουσία και το έργο της την λειτουργία των τμημάτων του εικαστικού κέντρου, ενώ η φιλοτιμία της είναι παραδειγματική και ο κ. Αναστάσιος (Τάσος) Κωτίδης έχει υποδειγματική, ανιδιοτελή προσφορά στους συμπολίτες του, ακόμη και μέσα από την βοήθειά του στις δραστηριότητες που αναπτύσσονται στο ΚΕΦΑ, καθώς επίσης και σε πολλές άλλες δραστηριότητες είτε συλλογικές μέσα από τους δημοτικούς φορείς, είτε προσωπικά σε όσους έχουν ανάγκη την υποστήριξή του. Άλλωστε δεν είναι λίγες οι φορές που ακόμα και οι υπάλληλοι του Δήμου όταν τίθεται θέμα για βοήθεια σε κάποια δραστηριότητα, αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι «έχουμε τον κύριο Τάσο».
Αλλά και η περίπτωση του Αβραάμ Αντωνάκου είναι ιδιαίτερα σημαντική. Πρόκειται για έναν μεγάλο καλλιτέχνη του θεάτρου σκιών, ενός από τους ανθρώπους που άφησαν έντονο το ίχνος τους στην εξέλιξη του «Καραγκιόζη» και ο οποίος μεσουρανούσε την δεκαετία του 1970, με εκατοντάδες παραστάσεις εντός και κυρίως, εκτός Ελλάδας, ενός ανθρώπου που έγινε η αιτία το πανεπιστήμιο του Harvard να ασχοληθεί με αυτό το είδος λαϊκής τέχνης και διέσωσε συνεντεύξεις του και μεγάλο μέρος από τις παραστάσεις που είχε δώσει εκείνη την περίοδο, βάζοντας τον «Καραγκιόζη» στα διεθνή φόρα και στα διεθνή καλλιτεχνικά δρώμενα. Αυτονόητη είναι, συνεπώς, η υψηλής αξίας προσφορά αυτού του ανθρώπου στην λαϊκή μας τέχνη.
Ωστόσο, αυτό που ακόμη και Ακαδημαϊκά Ιδρύματα της εμβέλειας του Harvard ανίχνευσαν και ανεγνώρισαν, για τους τοξικούς και μικρόψυχους νάνους της δημοτικής αντιπολίτευσης υστερεί σε αξία από το γεγονός ότι ο εγγονός του είναι ο Νίκος Βουρλιώτης που βρίσκεται στην θέση του αντιδημάρχου πολιτισμού και αθλητισμού και αυτό συνιστά αποτρεπτικό παράγοντα για την αναγνώριση της αξίας του αείμνηστου λαϊκού καλλιτέχνη.
Οι κύριοι αυτοί, όμως, πρέπει να κατανοήσουν ότι δεν ενδιαφέρει κανένα πολίτη το ποιος είναι ο εγγονός αυτού του ανθρώπου που έβαλε το θέατρο σκιών στον παγκόσμιο χάρτη. Ως μία προσωπικότητα με πλούσιο έργο, ένας άνθρωπος που τίμησε την πόλη του, είναι υποχρέωση της πόλης να ανταποδώσει την τιμή σε έναν άνθρωπο, έναν δημότη της αυτού του μεγέθους.
Όσο για το επιχείρημα «γιατί να τιμήσουμε ανθρώπους που είναι εν ζωή» που προέταξαν οι Καπλάνης και Γιάγκας κατά την 7η τακτική συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου της πόλης (3η Ιουνίου), όταν έγινε πρώτη φορά η εισήγηση περί ονοματοδοσίας, είναι περισσότερο από προφανές ότι, συνιστά μία φθηνή δικαιολογία.
Η απάντηση του δημάρχου σαφής και καθαρή: οφείλεις τιμή σε έναν άνθρωπο που είναι εν ζωή όχι, μόνον, για να μπορέσει και ο ίδιος να απολαύσει αυτή την τιμή και να αισθανθεί την δικαίωση, αλλά και γιατί αυτή η διαδικασία λειτουργεί παραδειγματικά προς όλους τους πολίτες και ειδικώτερα τους νέους.
Τέλος, όπως επεσήμανε ο Δήμαρχος, ο Δήμος Αγίας Βαρβάρας απέναντι σε ανθρώπους που τον έχουν διαφημίσει με το ανάστημα τους και το ταλέντο τους, οφείλει πλέον να τους ανταμείψει ηθικά και με αυτόν τον τρόπο η ίδια η πόλη να διαμορφώσει μία ταυτότητα και μία υπόσταση καλλιτεχνική και πνευματική. Τα λοιπά είναι απλώς και μόνον υπεκφυγές και «προφάσεις εν αμαρτίαις»…