Παραπέμπονται σε δίκη οι ομογενείς Φ. Μπελέρης και Παντελής Κοκαβέσης, με την κατηγορία της ενεργητικής διαφθοράς
Γράφει ο Λυκούργος Χατζάκος
Η Ειδική Εισαγγελία της Αλβανίας αποφάσισε την παραπομπή σε δίκη του ομογενή εκλεγμένου Δημάρχου Χιμάρας, Φρέντυ Μπελέρη και του στενού συνεργάτη του Παντελή Κοκαβέση.
Οι δύο ομογενείς παραπέμπονται στο Ειδικό Πρωτοδικείο Διαφθοράς και Οργανωμένου Εγκλήματος με την κατηγορία της ενεργητικής διαφθοράς σε εκλογές.
Η κατηγορούσα αρχή –ουσιαστικά η Αλβανική κυβέρνηση, μιας και η Δικαιοσύνη στην γειτονική χώρα είναι πλήρως, σε απόλυτο βαθμό ελεγχόμενη από την κυβέρνηση-, κάνει λόγο για την ύπαρξη αδιάσειστων στοιχείων, σύμφωνα με τα οποία οι δύο ομογενείς προσέφεραν στον πολίτη Αρσέν Ράμα 50 ευρώ για κάθε ψήφο που θα τους διασφάλιζε στις εκλογές για τις τοπικές αρχές τον παρελθόντα Μάϊο. Βέβαια, πρόκειται για ανέκδοτο, αφού η πλειοψηφία των εκλογέων στον Δήμο αυτόν, είναι μέλη της Ελληνικής Εθνικής μειονότητας, οι οποίοι προφανώς και θα επέλεγαν –όπως και έγινε- τον δικό τους υποψήφιο.
Όσον αφορά στους δύο υπόδικους, να σημειωθεί ότι, πρόκειται για επιφανή, διακεκριμένα στελέχη της Ελληνικής Εθνικής μειονότητας στην Αλβανία με πολλούς αγώνες στην πλάτη τους. Η προφυλάκιση και η παραμονή στις φυλακές της Αλβανίας, αποστερεί από τον Μπελέρη το δικαίωμα να ορκιστεί ως Δήμαρχος στην Χιμάρα, καίτοι έχει εκλεγεί με συντριπτική πλειοψηφία, με συνέπεια την επανάληψη των εκλογών στην συγκεκριμένη περιοχή.
Είναι γεγονός ότι ο Έντι Ράμα, όταν εξελέγη Πρωθυπουργός δημιούργησε προσδοκίες για την Ευρωπαϊκή προοπτική της Αλβανίας. Όμως, φρόντισε σε μικρό χρονικό διάστημα να τις διαψεύσει. Η διάκριση των εξουσιών και η ισοπολιτεία-ισονομία είναι στοιχειώδη συστατικά των φιλελεύθερων Ευρωπαϊκών Δημοκρατιών, αλλά, η Αλβανία φαίνεται να απέχει πολύ από την εφαρμογή αυτών των αρχών.
Η εμπλοκή της Δικαιοσύνης και η χειραγώγησή της προκειμένου να εξυπηρετηθούν κυβερνητικά συμφέροντα είναι κάτι το οποίο συνιστά αποτροπή από κάθε συζήτηση για την προσέγγιση της Αλβανίας στου κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την πρόοδο της ενταξιακής διαδικασίας. Πολύ δε, περισσότερο, όταν τις ενέργειες αυτές, υπαγορεύουν όχι «εθνικοί λόγοι», αλλά, πρόκειται για εξυπηρέτηση οικονομικών συμφερόντων.
Γιατί από καιρό η κυβέρνηση Ράμα, έχει εκδηλώσει τις προθέσεις της για την αρπαγή των περιουσιών των ομογενών στο προνομιούχο, αυτό, τμήμα της Αλβανικής Ριβιέρας. Χιμάρα, Δρυμάδες και όλη η περιοχή από τους Αγίους Σαράντα μέχρι τα σύνορα με την Ελλάδα είναι εξαιρετικής ομορφιάς τοπίο με μοναδικό συνδυασμό θάλασσας και βουνού και είναι ιδανικό για την ανάπτυξη τουριστικών δομών και επιχειρήσεων με πρόβλεψη πολύ μεγάλων οικονομικών ωφελειών, τις οποίες βεβαίως, ο Ράμα και οι συνεργάτες του –σε κάθε επίπεδο-, δεν προτίθενται να αφήσουν να καρπωθούν οι Έλληνες ομογενείς.
Στην Αλβανία, οι Δήμαρχοι είναι αρμόδιοι για την έκδοση τίτλων ιδιοκτησίας και προφανώς –όπως αναφέρουν αναλυτές-, ένας Δήμαρχος από την Ομογένεια δεν εξυπηρετεί καθόλου τους σχεδιασμούς του Αλβανού Πρωθυπουργού και των ισχυρών υποστηρικτών του, οι οποίοι κατά κύριο λόγο προέρχονται από τον κατασκευαστικό κλάδο. Συνεπώς, είναι ευνόητο ότι ο Μπελέρης έπρεπε να αποκλεισθεί με κάθε τρόπο, μιας και έχει δώσει δείγματα γραφής στην υπεράσπιση των δικαίων των ομογενών, από τον καιρό που ήταν διακεκριμένο στέλεχος της «Ομόνοιας» (η οργάνωση της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας στην Αλβανία) και δεν θα ήταν δυνατόν να καμφεί η σθεναρή αντίστασή του σε ενδεχόμενη προσπάθεια αρπαγής των περιουσιών των Ελλήνων μειονοτικών.
Βέβαια, για όσους γνωρίζουν πρόσωπα και καταστάσεις στην Αλβανία, η συμπεριφορά του Πρωθυπουργού της χώρας δεν εκπλήσσει. Είναι γεγονός, ότι παρά την διαφορετική εντύπωση που υπάρχει, η στάση των Αλβανών Σοσιαλιστών (PSSh), έναντι της Ελληνικής μειονότητας –και συνακολούθως έναντι της Ελλάδας-, είναι πολύ πιο σκληρή, πιο αρνητική από εκείνη των στελεχών του Δημοκρατικού Κόμματος (PD), του κόμματος, δηλαδή που ίδρυσε ο Σαλί Μπερίσα. Τούτο, διότι, ο «σκληρός» πυρήνας στελεχών του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Αλβανίας, προέρχεται ή είναι προϊόν του «Κόμματος της Εργασίας», του κόμματος δηλαδή του Ενβέρ Χότζα, ο οποίος είχε μία ιδιότυπη, εμμονή έναντι της Ελλάδας. Για να καταστεί αυτό, αντιληπτό, ας σημειώσει ο αναγνώστης ότι ο Ενβέρ, σχεδόν, σε κάθε δημόσια ομιλία του, μνημόνευε τους εξής δαίμονες, από τους οποίους έπρεπε να προστατευθεί η Αλβανία και ο Σοσιαλισμός της: «τους Ιμπεριαλιστές Αμερικανούς, τους Σοσιαλιμπεριαλιστές Σοβιετικούς και τους Μοναρχοφασίστες Έλληνες». Ακόμη, η Ελληνική καταγωγή, από μόνη αυτή, ήταν στα όρια του ποινικού αδικήματος.
Σε κάθε περίπτωση, σήμερα, θεωρητικώς, αυτά ανήκουν στο παρελθόν, αλλά, δεν είναι εύκολο να κάνει κανείς την υπέρβαση σε μία βαθειά, επί μία 50ετία ριζωμένη αντίληψη. Και αν το διάστημα κατά το οποίο ο Φατός Νάνο επιχειρήθηκε κάποια προσέγγιση με την Ελλάδα, ο στενός πυρήνας εξουσίας του κόμματός του, σήμερα, αισθάνεται πολύ καλλίτερα με την φιλοτουρκική πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση των Τιράνων. Άλλωστε, μην παραβλέπεται ότι η συμφωνία για τα θαλάσσια σύνορα και την ΑΟΖ με την Αλβανία, καταγγέλθηκε στο Συνταγματικό Δικαστήριο και τελικά ακυρώθηκε μετά από παρέμβαση του Ράμα.
Σε κάθε περίπτωση, η Ελληνική Κυβέρνηση οφείλει να κινηθεί προς υπεράσπιση των δικαίων της ομογένειας με προσοχή, αλλά και σθένος. Οφείλει να ξεπεράσει ταχύτατα την αμηχανία που προκάλεσε η συμπεριφορά των Τιράνων και να κινηθεί, προσεκτικά μεν και με νηφαλιότητα, αποτελεσματικά δε, μη επιτρέποντας στα «κοράκια» να υφαρπάζουν τις πατρογονικές περιουσίες των ομογενών μας. Γιατί, ακόμη και αν προκύψουν θέματα τα οποία την δικαιώνουν, εν μέρει, στην υπόθεση, αν το ενεργούμενο της εξουσίας Αρσέν Ράμα παγίδευσε τους Μπελέρη-Κοκαβέση, αυτό δεν δικαιολογεί σε τίποτε την κακόβουλη και ανθελληνική στάση των Τιράνων σήμερα.