Φροντιστήριο και ιδιαίτερα από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού
Σε ολοένα μικρότερη ηλικία, ακόμη και από τις τάξεις του δημοτικού, ξεκινούν οι μαθητές φροντιστηριακά και ιδιαίτερα μαθήματα. Η έλλειψη χρόνου των γονέων, λόγω των απαιτητικών ωραρίων στις εργασίες τους, αλλά και η αγωνία να τους παρέχουν ένα καλύτερο μέλλον σε εκπαιδευτικό και κατ′ επέκταση επαγγελματικό επίπεδο, είναι ορισμένοι από τους λόγους.
Οπως παραδέχεται μιλώντας στην «Κ» η Ανδριάνα Σολδάτου, μητέρα ενός αγοριού που σήμερα πηγαίνει Δ΄ δημοτικού, «ο γιος της ξεκίνησε το κέντρο μελέτης στη Β΄ δημοτικού. Το διάβασμα στο σπίτι είχε γίνει βασανιστήριο κυρίως για εκείνον αλλά και για μένα».
Ιδιωτική υπάλληλος σε απαιτητικό εργασιακό περιβάλλον, η κ. Σολδάτου λέει στην «Κ» ότι η επιλογή του ιδιωτικού κέντρου μελέτης της έλυσε τα χέρια. «Αναγκαζόμουν να εγκαταλείψω τη δουλειά μου για να είμαι πάνω από το κεφάλι του έως και πέντε ώρες την ημέρα μέχρι να ολοκληρώσει το διάβασμα. Εχανε ώρες από το παιχνίδι του. Εκλαιγε».
Οπως σημειώνει η κ. Σολδάτου, το κέντρο μελέτης, στο οποίο ο γιος της πηγαίνει για δύο ώρες την ημέρα –κάτι που της κοστίζει 180 ευρώ τον μήνα– τον βοήθησε και στο θέμα της δυσγραφίας με το οποίο διαγνώστηκε στην Γ΄ δημοτικού. «Πέρα από αυτό όμως, κάνουν μαζί με τη δασκάλα εκεί όλα τα μαθήματα του σχολείου αλλά και τα αγγλικά του φροντιστηρίου. Ετσι, ο γιος μου έχει περισσότερο ελεύθερο χρόνο στο σπίτι για να παίζει αλλά και για να κάνουμε πιο δημιουργικά πράγματα μαζί», εξηγεί.
Η έλλειψη γνώσεων των γονέων
Η Εφη είναι μητέρα ενός κοριτσιού που πηγαίνει ΣΤ’ δημοτικού σε δημόσιο σχολείο στο κέντρο της Αθήνας και προετοιμάζεται να δώσει εξετάσεις για καλλιτεχνικό γυμνάσιο. Η κόρη της κάνει τρεις ώρες την εβδομάδα ιδιαίτερα μαθήματα στο σπίτι, κάτι που επιβαρύνει τον οικογενειακό προϋπολογισμό με 200 ευρώ τον μήνα. Κάνει επίσης εξωσχολικά μαθήματα θεάτρου παρότι η τετραμελής οικογένεια δυσκολεύεται οικονομικά.
«Δεν είναι μόνο η έλλειψη χρόνου εκ μέρους μας αλλά και θέμα γνώσεων. Δεν μπορώ εξ αντικειμένου να τη βοηθήσω στις πολύ δύσκολες ασκήσεις που τους βάζει η δασκάλα, ειδικά σε Μαθηματικά και Φυσική. Η δασκάλα δικαιολογεί την άνοδο του επιπέδου των ασκήσεων λέγοντας ότι τα περισσότερα παιδιά στην τάξη θέλουν να δώσουν εξετάσεις για καλλιτεχνικό ή πρότυπο γυμνάσιο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα σχεδόν οι μισοί συμμαθητές της κόρης μου να κάνουν ιδιαίτερα στο σπίτι. Συνολικά μιλώντας, έτσι όπως είναι δομημένο το εκπαιδευτικό σύστημα, πετάει πολλά παιδιά έξω – αυτά που πηγαίνουν με πιο αργούς ρυθμούς, αυτά που έχουν μαθησιακές δυσκολίες κ.τ.λ. Είναι πολύ ανταγωνιστικό».
Γονείς που αποφεύγουν τη διαδικασία
H Ναταλί Δημητριάδη είναι κάτοχος πτυχίων Αγγλικής Γλώσσας & Λογοτεχνίας και Διοίκησης Επιχειρήσεων και ιδιοκτήτρια εδώ και οκτώ χρόνια κέντρου μελέτης και δραστηριοτήτων στα βόρεια προάστια. Στο κέντρο υπάρχει εκπαιδευτικός ειδικής αγωγής για τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες και εκτός από μελέτη των μαθημάτων της επόμενης ημέρας, γίνεται και εξατομικευμένη δουλειά με μαθητές που χρειάζονται παραπάνω βοήθεια. Διδάσκονται επίσης αγγλικά, ενώ υπάρχει και δημιουργική απασχόληση για όσα παιδιά παραμένουν στο κέντρο για πέντε ώρες από τις 13:30 έως τις 18:00. Οι μαθητές δεν είναι μόνο παιδιά από δημόσια σχολεία, αλλά και από ιδιωτικά.
Δεδομένου ότι οι σημερινοί γονείς δίνουν μεγάλη βαρύτητα στη γονεϊκή σχέση και το διάβασμα με τον γονέα είναι μία διαδικασία που σήμερα μπορεί να προκαλέσει μεγάλες συγκρούσεις, πολλοί γονείς αποφεύγουν τη διαδικασία.
«Το εκπαιδευτικό σύστημα παραμένει το ίδιο με πριν από 20 χρόνια, όμως τα σημερινά παιδιά είναι πολύ διαφορετικά από τις προηγούμενες γενιές. Τα ερεθίσματα που παίρνουν είναι πολλαπλάσια, ο χρόνος που μπορούν να συγκεντρωθούν λιγότερος αλλά και οι γονεϊκές αντιλήψεις για όσα οφείλουν οι γονείς να κάνουν, πολύ διαφορετικές σε σχέση με παλιότερα» εξηγεί η κ. Δημητριάδη.
«Δεδομένου ότι οι σημερινοί γονείς δίνουν μεγάλη βαρύτητα στη γονεϊκή σχέση και στα συναισθήματα των παιδιών τους και το διάβασμα με τον γονέα είναι μία διαδικασία που σήμερα μπορεί να προκαλέσει μεγάλες συγκρούσεις, πολλοί αποφεύγουν τη διαδικασία», προσθέτει η κ. Δημητριάδη.
Το κυνήγι για ένα καλύτερο δημόσιο σχολείο
Από την πλευρά του ο Ευθύμιος Χατζηευσταθίου, επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής και διευθυντής στο 2ο δημοτικό σχολείο Αγίας Βαρβάρας, όπου το 70% των μαθητών προέρχεται από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες (Ρομά, μετανάστες κ.ά.), εκτιμά πως «τα ιδιαίτερα και φροντιστηριακά μαθήματα σε ολοένα και μικρότερη ηλικία, δηλαδή από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, σχετίζονται ευθέως με την ανάγκη των γονιών να κατευθύνουν τα παιδιά τους σε μουσικά, καλλιτεχνικά και πρότυπα γυμνάσια, καθώς θεωρούν ότι αυτά παρέχουν πιο πλήρες σύστημα δημόσιας εκπαίδευσης».
Τα ιδιαίτερα και φροντιστηριακά μαθήματα από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχετίζονται ευθέως με την ανάγκη των γονιών να κατευθύνουν τα παιδιά τους σε μουσικά, καλλιτεχνικά και πρότυπα γυμνάσια, καθώς θεωρούν ότι αυτά παρέχουν πιο πλήρες σύστημα δημόσιας εκπαίδευσης
Το πρόβλημα είναι ότι αυτά τα σχολεία είναι λίγα και ο ανταγωνισμός μεγάλος, με αποτέλεσμα τα παιδιά να πρέπει να προετοιμάζονται από νωρίς για να αυξηθούν οι πιθανότητες επιτυχίας.
Ο κ. Χατζηευσταθίου τονίζει επίσης πως «πολλοί γονείς με την ίδια λογική που αφήνουν τα παιδιά ώρες μπροστά από τις οθόνες, καταφεύγουν στα φροντιστήρια, προκειμένου να βγάλουν ένα δύσκολο κομμάτι από πάνω τους. Η επαναπλαισίωση του γονεϊκού ρόλου μέσα από στοχευμένα προγράμματα που θα προτάσσουν ζητήματα ορίων, αναγνώρισης συναισθημάτων και διαχείρισης συγκρούσεων, είναι πια ζωτικής σημασίας».
Το μεγάλο κόστος της παράλληλης ιδιωτικής εκπαίδευσης
Πολύ υψηλό είναι στη χώρα μας το κόστος των εξωσχολικών μαθημάτων. Οπως σημειώνει ο Γιώργος Χριστόπουλος, διδάκτορας Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, πρόεδρος του Δ.Σ. της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Εκπαιδευτικών Λειτουργών Ελλάδας (ΟΙΕΛΕ) και διευθύνων δύμβουλος του ΚΑΝΕΠ- ΓΣΕΕ (Κέντρο Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας), οι δαπάνες των νοικοκυριών σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΚΑΝΕΠ, διαχρονικά είναι σημαντικά υψηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Συγκεκριμένα το σύνολο των δαπανών για αγορά αγαθών και υπηρεσιών εκπαίδευσης έφτανε το 2018 τα 2,77 εκατ. ευρώ, ποσό που κατατάσσει την Ελλάδα στην 4η θέση ανάμεσα στις 27 χώρες της Ε.Ε., ύστερα από την Κύπρο, την Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Οσον αφορά στην εξωσχολική υποστήριξη (φροντιστήρια, ιδιαίτερα, ξένες γλώσσες, κέντρα μελέτης) οι δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών το 2018 έφταναν το 1.210.000 ευρώ.
Την επιλογή των γονιών να σπαταλούν μεγάλο ποσό του οικογενειακού προϋπολογισμού στην εξωσχολική εκπαίδευση –και όταν η χώρα βρισκόταν εν μέσω οικονομικής κρίσης– ο κ. Χριστόπουλος την αποδίδει στην «ακαδημαϊκολαγνεία», χαρακτηριστικό της ελληνικής οικογενειακής κουλτούρας, παλιό και γνώριμο, που παραμένει κραταιά αντίληψη.
Και μπορεί πολλοί γονείς να εμπιστεύονται στα κέντρα μελέτης την προετοιμασία των παιδιών τους για τις μεγαλύτερες τάξεις, ωστόσο, πολλά από αυτά, σύμφωνα με τον κ. Χριστόπουλο, παρέχουν αμφιβόλου ποιότητας υπηρεσίες. Αλλωστε, όπως επισημαίνει, αυτά λειτουργούν προς το παρόν χωρίς ρυθμισμένο πλαίσιο λειτουργίας.
πηγή: kathimerini.gr