Κορυδαλλός: Πού τρώμε, πού πίνουμε, τι ψωνίζουμε και ποια ομάδα υποστηρίζουμε
Στον Κορυδαλλό, στους ανατολικούς πρόποδες του όρους Αιγάλεω, κατοικούσε σύμφωνα με τη μυθολογία, ο ληστής Προκρούστης, μέχρι τη στιγμή που είχε την ατυχία να αναμετρηθεί με τον Θησέα. Η περιοχή αυτή αποτελούσε έναν από τους 100 δήμους της αρχαίας Αθήνας, και αναφέρεται για πρώτη φορά περίπου στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. Χίλια χρόνια μετά, στα τέλη του 16ου αιώνα, το όνομά του το αναφέρει ξανά ο λόγιος, κληρικός και φιλόσοφος, Θεόφιλος ο Κορρυδαλεύς, και δύο αιώνες αργότερα, ο Κορυδαλλός αποτελεί το κέντρο ενός μεγάλου τσιφλικιού που ανήκε στον μεγαλοκτηματία και φαρμακοποιό Εμμανουήλ Κουτσικάρη (Δήμαρχος Αθήνας το 1862-1865), ο οποίος και έδωσε το όνομά του στην περιοχή (Κουτσικάρι ή Κουτσουκάρι). Το εύηχο όνομα Κορυδαλλός επανήλθε ξανά το 1923, μετά τον θάνατο του Κουτσικάρη, που συνέπεσε χρονολογικά με τη Μικρασιατική Καταστροφή, και την κατοίκιση της περιοχής από πρόσφυγες από τα παράλια, από Κωνσταντινουπολίτες, αλλά και από πολλούς νησιώτες και άλλους Ελλαδίτες στα χρόνια που άνθισε η αστυφιλία. «Όποιο παιδί τύχαινε να φοράει παπούτσια δεν το αφήναμε να παίξει, γιατί όλοι οι υπόλοιποι ήμασταν ξυπόλυτοι» θυμάται ο κύριος Φραντζέσκος Καρακατσάνης για τη φτωχογειτονιά που μεγάλωσε στον Κορυδαλλό. «Έχω αλλάξει πολλές γειτονιές» μου λέει, «όμως το κλίμα που έχει ο Κορυδαλλός δεν υπάρχει πουθενά, είναι το καλύτερο σε όλο το λεκανοπέδιο. Κατεβαίνει ο αέρας από το βουνό και σαν να ξεπλένει όλη την ατμόσφαιρα».
Άνω Κάτω Κορυδαλλός
Κατηφορίζοντας νωρίς το πρωί από τις γειτονιές του Άνω Κορυδαλλού προς την κεντρική πλατεία Ελευθερίας και τον Κάτω Κορυδαλλό, την ώρα που η πόλη ακόμη τεντώνεται αγουροξυπνημένη, μπορεί και να ακούσεις το κελάηδημα των πουλιών. Δεν είμαι σίγουρη ότι είναι κορυδαλλοί αυτοί που τραγουδάνε, αλλά το θεωρώ πιθανό, διότι ειδικά στο παρελθόν το είδος αυτό αφθονούσε στην περιοχή. Στο κέντρο πλέον της πόλης, εν ώρα αιχμής που ο κόσμος έχει ξεχυθεί στους δρόμους, η μουσική έχει άλλες αποχρώσεις. Κάνω τα ψώνια μου στην Ταξιαρχών, κι ακούω τη μουσική από τα ηχεία ενός αυτοκινήτου που ακόμα δεν έχει στρίψει τη γωνία από τη Λαμπράκη. Περνάει από δίπλα μου, κατεβασμένα τα παράθυρα, πολλά ντεσιμπέλ, τρίζουν τα τζάμια από τις βιτρίνες των καταστημάτων. Έτσι είναι ο Κορυδαλλός. Μια λαϊκή, αλέγκρα συνοικία που διατηρεί τον ρομαντισμό της και την αίσθηση της γειτονιάς, έχει μαγκιά, έχει δικούς της κώδικες και συνθήματα που συνδέονται με την ομάδα και το γήπεδο της Προοδευτικής, το «κλουβί» όπως το λένε οι οπαδοί της.
Καμία γαστρονομική επανάσταση, μόνο σταθερή σαν βράχος, ένδοξη λαϊκή γαστρονομία
Από τον Κορυδαλλό δεν ξεκίνησε καμία γαστρονομική επανάσταση. Στον γαστρονομικό χάρτη του Κορυδαλλού δεν θα βρούμε επιδραστικούς μάγειρες και μαγαζιά που δρομολογούν εξελίξεις ή δημιουργούν τάσεις. Ίσως έχουν υπάρξει κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως λόγου χάρη το πάλαι ποτέ δημιουργικό εστιατόριο Αθήρι του σεφ Αλέξανδρου Καρδάση, που ξεκίνησε από την πλατεία Μέμου πριν μετακομίσει στον Κεραμεικό, στο σημείο που βρίσκεται πλέον σήμερα το CTC. Η εστίαση εδώ στον Κορυδαλλό ρίχνει κάτι κλεφτές ματιές μπροστά, και παίρνει τον χρόνο της να αξιολογήσει και να επεξεργαστεί τις σύγχρονες μόδες. Εντάξει, δεν τις αξιολογεί πάντα σωστά, και θα βρούμε σε πολλά μαγαζιά τα παλιομοδίτικα λάδια τρούφας στα πιάτα και τις μαρμελάδες στα σαγανάκια. Αυτό για το οποίο ο Κορυδαλλός όμως έχει το respect μας, είναι σίγουρα το ότι εδώ βρίσκουμε μερικά από τα ωραιότερα σουβλάκια, εκείνα τα παλιακά, τα μικρούτσικα μια χούφτα όλο. Κι όλο και όσο μικρά είναι, τόσο είναι και νόστιμα.
Σουβλάκια όπως παλιά, πικάντικα με σάλτσα
Όλος ο Πειραιάς αριστεύει στα σουβλάκια κι έτσι και ο Κορυδαλλός το παίρνει πατριωτικά και διατηρεί την παλιά συνταγή στο εθνικό μας street food. Το προσφυγικό έδεσμα διέσχισε όχι μόνο το Αιγαίο αλλά και τις δεκαετίες, κατορθώνοντας να φτάσει σε αυτήν εδώ τη γειτονιά με τις ελάχιστες παρεμβάσεις επί της αυθεντικής συνταγής που ήρθε από τα Παράλια. Κι έτσι στον Κορυδαλλό ένας μερακλής σουβλακοφάγος θα βρει τον παράδεισό του. Σουβλάκια μικρά, με σάλτσα λιγουλάκι πικάντικη, με κρεμμύδια και μαϊντανό, ντομάτα και κόκκινο πιπέρι. Εδώ βασιλεύει το μοσχαρίσιο μπιφτεκάκι, συνήθως με μια δόση από αρνίσιο κιμά που του προσθέτει μεγάλες δόσεις νοστιμιάς.
Εν αρχή ην το Κοχύλι (Αγ. Γεωργίου 82Α, 210-49.54.039). Ένα από τα τρία αγαπημένα μου σουβλατζίδικα στην πόλη, που φτιάχνει ένα από τα καλύτερα σουβλάκια της χώρας. Το άνοιξε το 1966 ο Ετεοκλής Ρέκκας, αρχικά στη γωνία Ταξιαρχών και Σπετσών, και το 1990 το μετακόμισε στη σημερινή του θέση όπου τα τελευταία χρόνια το λειτουργούν τα παιδιά του, ο Κώστας και ο Βασίλης. Ο Ετεοκλής, με καταγωγή από τη Μεσσηνία, πρώην καραβομάγειρας, πέτυχε την απόλυτη συνταγή για το μπιφτέκι, που ζυμώνεται με φρέσκο κρέας καλής ποιότητας, ρίγανη, αλάτι, πιπέρι και τίποτε άλλο. Τα σουβλάκια φτιάχνονται απαράλλαχτα μέχρι και σήμερα, με δωρικό περιεχόμενο: λεπτοκομμένα κρεμμύδια, βατικιώτικα στην εποχή τους, μαϊντανός, κατακόκκινες ντομάτες Κρήτης, σάλτσα ντομάτας και πάπρικα. Ψήνονται στα κάρβουνα, και είναι άκρως εθιστικά. Κανείς δεν τρώει μόνο ένα. Φτιάχνουν και πολύ νόστιμο καλαμάκι χοιρινό, και στην παλιομοδίτικη σάλα τους, μια συγυρισμένη και νοικοκυρεμένη χρονοκάψουλα, σερβίρουν επίσης παϊδάκια, μπριζόλες και μπιφτέκια μερίδα.
Υπάρχουν κι άλλα καλά σουβλατζίδικα στον Κορυδαλλό. Κορυφαίο είναι ο Παναγιώτης ο Λαυκιώτης (Γρηγ. Λαμπράκη 104, 210-56.22.355) σχεδόν απέναντι από το γήπεδο της Προοδευτικής, που λειτουργεί από το 1970, και τυλίγει μέσα στο σουβλάκι του ένα έξοχο, ζουμερό μπιφτέκι που πλάθεται τη στιγμή που μπαίνει στα κάρβουνα. Στο τύλιγμα βάζουν επίσης κρεμμύδια, μαϊντανό και σάλτσα, και στην κορυφή, σαν σαντιγί, το καπελώνουν με μια γενναία κουταλιά τζατζίκι. Σπέσιαλ είναι και η μερίδα με τα μπιφτέκια, όπως και τα ωραία παϊδάκια του, που σερβίρονται στα λίγα τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο δίπλα στη Γρηγορίου Λαμπράκη.
Από τα παλαιότερα και σταθερά πρώτο στις προτιμήσεις των ντόπιων είναι και η Αγανάκτηση (Σερρών 44, 210-49.52.441). Το σουβλατζίδικο αυτό με το παράξενο όνομα ξεκίνησε την καριέρα του δίπλα στο πάλαι ποτέ σινεμά Ακροπόλ (σημερινός Κωτσόβολος), ένα πολύ μοντέρνο για την εποχή του σινεμά που το καλοκαίρι ήταν ξεσκέπαστο, γιατί ανέβαζε την οροφή του και γίνονταν θερινό. Εκεί λοιπόν, ο κυρ Νίκος, πρώην γαλατάς, άνοιξε το 1955 ένα από τα πρώτα μπιφτεκάδικα του Κορυδαλλού. Γρήγορα το σαλτσάτο σουβλάκι του έκανε θραύση, καθώς με το σχόλασμα του κινηματογράφου γίνονταν εκεί το σώσε, οι ουρές ήταν απελπιστικά μεγάλες, οι πελάτες αγανακτούσαν, και εγένετο η Αγανάκτηση.
Με υπομονή και τον απαιτούμενο σεβασμό προσέλθετε στο μικρούλι, εκτός πιάτσας σουβλατζίδικο κυρ Αντρέας, που βρίσκεται χωμένο σε μια γειτονιά του Άνω Κορυδαλλού και εξυπηρετεί μια χούφτα ανθρώπους, ως επί το πλείστον τους παλιούς πελάτες του. Το σουβλατζίδικο το άνοιξε ο κυρ Αντρέας το 1972, κι όταν πέθανε το κράτησε η κόρη του η Αγγελική μαζί με τον αδερφό της τον Νίκο. Δεν θέλησαν να το αφήσουν να ρημάξει, ούτε να κακοκαρδίσουν τους πελάτες τους, κι έτσι του αφοσιώθηκαν. Βγάζει 100 σουβλάκια την ημέρα κι ύστερα κλείνει. Η ψησταριά τους είναι μικρή, μια αγκαλιά με κάρβουνα όλο κι όλο, δεν χωράει μεγάλες παραγγελίες. Αν καταφέρετε και το ξετρυπώσετε στη βόλτα σας, θα γευτείτε ένα σπιτικό σουβλάκι με μπιφτεκάκι ή καλαμάκι χοιρινό, τζατζίκι και σάλτσα, φτιαγμένο από χέρια μητρικά.
Μεζέδες στις πλατείες
Ο Κορυδαλλός έχει κάμποσες πλατείες, και ο λαός τις τιμάει δεόντως. Στην πλατεία Κολοκοτρώνη απλώνει τραπεζάκια ένα από τα ωραιότερα ουζερί του Πειραιά. Το Ουζερί ο Κώστας (Κουντουριώτου 7, 210-49.45.102) σερβίρει φρέσκα ψάρια και θαλασσινά, φημίζεται για το μαστόρικο ψήσιμο των ψαριών στη σχάρα, αλλά και για το θαυμάσιο τηγάνι του. Καθαρές γεύσεις, λαμπρά υλικά, σωστή διαχείριση. Ξεκινήσαμε με υπέροχες τηγανητές πατάτες ροδοκόκκινες και πήραμε και τέλεια ταραμοσαλάτα κλασική με τα αυγά της να σκάνε στο δόντι, για να την απλώσουμε στο ξεροψημένο ψωμάκι. Ύστερα μας έφεραν σταμναγκάθι καταπράσινο, βρασμένο to the point, γαυράκι μαρινάτο κρουστό και με την ξινάδα του, τηγανιτά καλαμαράκια μέλι, σαλάχι χρυσοτηγανισμένο, τραγανό κι αφράτο, και μύδια αχνιστά με κάτι ζουμιά του ονείρου. Μαζί με τους μεζέδες έχει να διαλέξουμε και κάμποσα εμφιαλωμένα ούζα. Στο διπλανό τραπέζι κάθονται πελάτες από την άλλη άκρη της Αθήνας και από τις διπλανές συνοικίες, όπως και όλες οι φίρμες του Κορυδαλλού που ξέρουν και καλοτρώνε.
Λίγα μέτρα πιο πέρα, στην πλατεία Μέμου, βρίσκουμε την Ταμπακιέρα (Πλατεία Μέμου 1, 210-49.58.630), το μικρό αδερφάκι του μπαρ Ταμπάκο (βλ. παρακάτω). Το νοικοκυρεμένο μεζεδάδικο της Ελένης Μαλλιωτάκη και του Δημήτρη Μυζήθρα δημιουργήθηκε το 2012, στο ίδιο σημείο που βρίσκονταν το εστιατόριο Αθήρι. Τρώμε καλά εδώ, πολύ καλά, φαγάκια λιχούδικα και νόστιμα, με ποιοτικά υλικά που τα νιώθεις και τα ευχαριστιέσαι. Τέλεια τυροκαυτερή, αληθινά καυτερή, πατάτες σπαστές τηγανητές σούπερ τραγανές, συκώτι μοσχαρίσιο στο τηγάνι με βαλσαμικό ξίδι και πετιμέζι, σκεπασμένο από ωμά, τραγανά κρεμμύδια –μεζές σοβαρός–, και θρακιώτικα σουτζουκάκια ψητά στη σχάρα, που στο σερβίρισμα θυμίζουν γιαουρτλού και είναι από τα πιο λαχταριστά πιάτα του καταλόγου. Στη μικρή λίστα με τα κρασιά βρίσκουμε ωραίες επιλογές και κάποιες πιο ψαγμένες ελληνικές ετικέτες.
Στα 60 μέτρα από την πλατεία Αγ. Γεωργίου (ή πλατεία Εθνικής Αντιστάσεως), συναντάμε το Σούζυ Τρως (Δημ. Μαλαγαρδή 56, 210-49.69.325). Το πρωτοάνοιξαν το 2016 τα αδέρφια Λίλα και Μιχάλη Καραγιάννη, οι οποίοι επιμελούνται και το μενού του μεζεδοπωλείου με το χαριτωμένο όνομα. Είναι ένα από τα πιο περιποιημένα μαγαζιά του Κορυδαλλού, με την ιδιότυπη διακόσμησή του επιμελημένη από τον σκηνογράφο και διακοσμητή Γιώργο Θεοδοσίου, που σε συνεργασία με τους ιδιοκτήτες έχει στήσει έναν όμορφο χώρο, ό,τι πρέπει για την καλή έξοδο των ντόπιων. Εδώ ετοιμάζουν μεζεκλίδικα πιάτα, μοντέρνα, λιχούδικα και χορταστικά. Μια σελίδα είναι όλος κι όλος ο κατάλογός του, με φρεσκοφτιαγμένο φαγητό, κυρίως από εποχικά υλικά. Σκέτη νοστιμιά είναι η ζεστή πατατοσαλάτα με σύγκλινο Κρήτης – δεν τη λες ακριβώς σαλάτα–, τραγανές και μαστιχωτές οι τυροκροκέτες με κρέμα πορτοκάλι που τους πάει πολύ, και το ριζότο άγριων μανιταριών με πάστα τρούφας είναι καλοχυλωμένο και πληθωρικό. Άψογα ψημένη η ταλιάτα, συνοδεύεται με τσιμιτσούρι, που όμως θυμίζει περισσότερο πέστο – εδώ θα ταίριαζε πολύ ένα αληθινό, φρεσκοκομμένο και ηλεκτρίζον τσιμιτσούρι ή έστω μια απλή, ελληνική μαϊντανοσαλάτα. Το χοιρινό κότσι μπρεζέ με το πολύωρο μαγείρεμα ήρθε πολύ τρυφερό και μελωμένο, με ωραίο, γλυκό πουρέ κολοκύθας. Για το τέλος υπάρχει πορτοκαλόπιτα με παγωτό καϊμάκι, lemon curd με μπισκότα βουτύρου και σουφλέ σοκολάτας.
Ένα στενό πάνω από την Πλατεία Ελευθερίας λειτουργεί από το 2019 ένα steak house, το Steak Alive (Κρήτης 23 και Αγ. Γεωργίου 76, 210-49.52.000). Στεγάζεται εκεί που για χρόνια υπήρχε ένα από τα ιστορικά μαγαζιά του Κορυδαλλού, η Εδέμ – ένα δημοφιλές εστιατόριο που έκανε θραύση με τις κρέπες και τις μακαρονάδες του. Στο αρ ντεκό αρχοντικό του ’30, που υπήρξε κατοικία ενός παλιού δημάρχου της περιοχής, πλέον ο πρωταγωνιστής είναι το κρέας, που ψήνεται ιδεωδώς στην ανοιχτή κουζίνα του πανέμορφου χώρου. Δοκιμάσαμε μια νόστιμη σαλάτα Ceasar’s, καλοψημένο hanger steak, τρυφερό μπρίσκετ με ωραίο κάπνισμα, και πολύ ωραίο μπέργκερ με νόστιμο, χοντρό και ζουμερό μπιφτέκι. Τις Κυριακές το μενού έχει και πιάτα ημέρας, σε στιλ παραδοσιακού οικογενειακού τραπεζιού, όπως γιουβέτσι, κόκορα με χυλοπίτες, κότσι με γκόγκλιες, κ.α. Μικρή η λίστα με διεθνή κρασιά, που θα μπορούσε να γέρνει λίγο περισσότερο προς τα ερυθρά, μια και το ζητούμενο εδώ είναι να συνοδεύσουν κρέας.
Στην πλατεία Ψαρρού, μπρος στον Ναό Παμμεγίστων Ταξιαρχών, πολιούχων του Κορυδαλλού, βρίσκεται το καφενείο Κουτσουκάρι (210-54.52.001). Μια μικρή βουλή στην καρδιά της πόλης, που από νωρίς το πρωί μαζεύει τους συνταξιούχους, κι αργότερα και άλλους θαμώνες από την περιοχή, απλούς λαϊκούς ανθρώπους, που αναμεταδίδουν τα νέα της ημέρας, δικάζουν, πειράζονται και αμπελοφιλοσοφούν. Σερβίρει εκτός από ελληνικό καφέ, μπίρα, ουζάκι ή τσίπουρο με μεζέ. Έχουν κι ένα μικρό κατάλογο με κρεατικά και ψαρικά, μικρά πιατάκια για συνοδευτικό του ποτού. Εμείς τσιμπολογήσαμε νόστιμα κεφτεδάκια και τέλειες τηγανητές πατάτες.
Πού ψήνουν τα καλύτερα παϊδάκια και πού ρωσοποντιακό σασλίκ;
Βασίλης και Μπάμπης βρίσκονται σε απόσταση 350 μέτρων μεταξύ τους. Δύο οικογενειακές ταβέρνες με διαφορετικό στιλ και κοινό, αλλά με παρόμοια λογική. Ο μεν Βασίλης, με ιστορία από το 1976, κρατά τα σκήπτρα στο κοινό μεγαλύτερων ηλικιών, διαθέτει τρεις μεγάλες σάλες, κι είναι από τα μαγαζιά που παλαιότερα θα αποκαλούσαμε οικογενειακή ταβέρνα. Το παλαιάς κοπής σέρβις είναι έμπειρο, ταχύτατο και εξυπηρετικό. Είναι καλά προπονημένο γιατί εδώ γίνονται πολλές εκδηλώσεις όπως γάμοι, βαφτίσεις και μνημόσυνα. Η φιλοσοφία του μαγαζιού είναι χορταστικές μερίδες και φαγητό που σερβίρεται γρήγορα για να ικανοποιήσει τους παλιούς πελάτες του. Στον Βασίλη αξίζει δοκιμής το κοκορέτσι, το μπιφτέκι και τα αρνίσια παϊδάκια του, αλλά και το ωραίο κέρασμα στο τέλος, μήλο ψημένο σε γλυκό κρασί.
Στον Μπάμπη από την άλλη, ο μέσος όρος των πελατών είναι χαμηλότερος, είναι αρκετά νεότερο μαγαζί και πιο μοντέρνο, με δυνατή, λαϊκή μουσική, όμως το ύφος του φαγητού είναι αντίστοιχο με του Βασίλη. Παϊδάκια προβατίνας και αρνίσια, το ένα καλύτερο από το άλλο, συκώτι σχάρας ψημένο α λα ελληνικά, όμως νόστιμο πολύ και όχι ιδιαίτερα στεγνό, παρά το ότι είναι αρκετά λεπτοκομμένο. Όποιος αντέχει ακόμα μετά από τόσο φαΐ και τόσο Καζαντζίδη στα ηχεία, πάει να πει ότι θα καταφέρει στο τέλος να φάει και λουκουμάδες.
Ο Κορυδαλλός έχει και σασλίκ. Το βρίσκουμε στον Γιωρίκα (Θήρας 73, 210-54.43.733), ένα μικρό μαγαζάκι που δεν λέει κάτι αισθητικά, αλλά σερβίρει μερικές ενδιαφέρουσες σπεσιαλιτέ της ρωσοποντιακής κουζίνας, είτε επί τόπου στα λιγοστά τραπεζάκια του, είτε σε πακέτο για το σπίτι. Εκτός από το ζουμερό σασλίκ που σερβίρεται κάτω από μια στρώση λεπτοκομμένου ξερού κρεμμυδιού πασπαλισμένου με κοκκινοπίπερο, προσφέρουν επίσης πολύ νόστιμα μαντία με κιμά, πελμένι με κιμά, βαρένικα με ανθότυρο ή με πατάτα, τα οποία συνοδεύονται με σμετάνα.
Ο Κουμπούρας, ο Καζαντζίδης, η Προοδευτική και άλλες ιστορίες
Η ταβέρνα του Κουμπούρα (Σωκράτους 41, 210-49.72.194) άνοιξε το 1962, σε εποχές μεγάλης φτώχειας και λιτότητας, στον ίδιο δρόμο με το γήπεδο της Προοδευτικής, μόνο λίγα μέτρα πιο πάνω. Ο ιδρυτής του, ο Παναγιώτης Θεοδωρόπουλος από τη Βυτίνα, ήταν γνωστός με το όνομα Κουμπούρας γιατί ένας παππούς του έφτιαχνε όπλα στην Επανάσταση. Όταν πρωτοήρθε στον Κορυδαλλό, ο Κουμπούρας είχε ένα γάιδαρο, γυρνούσε και πουλούσε μαναβική στις γύρω γειτονιές, κι όταν παντρεύτηκε, πήρε προίκα το οικόπεδο. Έκανε το μισό σπίτι και το άλλο μισό μαγαζί. Εκείνα τα χρόνια ο κυρ Παναγιώτης πουλούσε γίδα βραστή, πατσίτσες (πατσά γιαχνί), γίγαντες, γαρδουμπάκια και σπλήνες κρασάτες. Είχε δύο ντάνες βαρέλια, κι ερχόντουσαν εδώ να περάσουν τον χρόνο τους πίνοντας, όλοι οι κρασοπατέρες του Κορυδαλλού και της Νίκαιας. Όταν ο κυρ Παναγιώτης βγήκε στη σύνταξη, ανέλαβε την ταβέρνα ο γιος του ο Αντρέας, και την έκανε ψητοπωλείο. Στις παρέες που έκαναν στο μαγαζί, κάθονταν συχνά κι ο ίδιος ο Καζαντζίδης, που έπιανε στασίδι στη γωνία όπως μπαίνεις δεξιά. Μεγαλεία έζησαν οι θαμώνες εκείνα τα χρόνια. Έξω από τον Κουμπούρα μάλιστα, σύμφωνα με τον αστικό μύθο, έλυσαν τις διαφορές τους ο Καζαντζίδης με τον Άκη Πάνου, όταν ο δεύτερος όδευε προς τις φυλακές του Κορυδαλλού. Όταν ο Αντρέας πέθανε, το μαγαζί το κράτησε η γυναίκα του η Γιώτα. Έκανε μια μικρή ανακαίνιση, αλλά ευτυχώς διατηρεί ακόμα αρκετή από την πατίνα του. Στη μικρή ψησταριά με τα κάρβουνα, η Γιώτα ψήνει ωραία μπιφτεκάκια, δημοφιλείς σπαλομπριζόλες, και καλοψημένα παϊδάκια. Μαζί σερβίρει καλοτηγανισμένες πατάτες, τζατζίκι με σπιρτάδα, τυροκαυτερή σκορδάτη, και δυο-τρία πράγματα ακόμα. Παραγγείλαμε μπίρες και περιμένοντας να έρθουν οι πρώτοι μεζέδες, πιάσαμε ψιλή κουβέντα με τον Κορυδαλλιώτη σομελιέ Γιάννη Καϋμενάκη (Paleo): «Για πολλούς από εμάς ο μπαμπάς ήταν ναυτικός. Μαζί με μένα και πολλοί συμμαθητές μου μεγάλωναν με τη μαμά. Αρκετοί από αυτούς που κατοίκησαν στον Κορυδαλλό προέρχονταν από φτωχογειτονιές των γύρω συνοικιών (Νίκαια, Καμίνια, Κοκκινιά), οι οποίοι με τις πρώτες οικονομίες τους έπαιρναν ένα διαμέρισμα στον Κορυδαλλό, ένιωθαν πως δραπετεύανε από τη φτώχεια και ανέρχονταν στα κοινωνικά στρώματα. Βλέπεις ο Κορυδαλλός σε σχέση με άλλες περιοχές του Πειραιά θεωρούνταν η κυριλέ γειτονιά των δυτικών προαστίων. Και έτσι του κόλλησαν και το παρατσούκλι «το Κολωνάκι του Πειραιώς».
Η πίτσα της καρδιάς τους
Δεν υπάρχει Κορυδαλλιώτης που να μην έχει δοκιμάσει την πίτσα Τοξότης (Αβέρωφ 62, πλατεία Αγ. Γεωργίου, 210-49-58-546). Μια μπουκιά από αυτή την πίτσα περιέχει τόνους συναίσθημα, αν κρίνω με πόση αγάπη την αναπολούν οι ντόπιοι. Μια οικογενειακή, παλιά πιτσαρία, στο φάσμα του καλτ. Καλοωριμασμένα ζυμάρια, που στριμώχνονται μέσα στα γνωστά, παλιομοδίτικα ταψάκια, και ξεροψήνονται λουσμένα με τα λιπαρά των τυριών. Λουκούμι είναι οι πίτσες του Τοξότη. Πολλοί προτιμούν τη σπέσιαλ πίτσα Τοξότης με ζαμπόν, μπέικον, μανιτάρια και πιπεριά, που είναι σχεδόν εξολοκλήρου καλυμμένη με αλλαντικά, κι άλλοι επιλέγουν τις «ξεσκέπαστες» όπως αυτή με το πεπερόνι, που το τυρί γκρατινάρεται σωστά κι έρχεται φουλ ξεροψημένο και τραγανό. Τα καλοκαίρια στα τραπεζάκια της πλατείας γίνεται πόλεμος, ενώ τον χειμώνα επιδίδονται στο ντελίβερι.
Αν ρωτήσετε Κορυδαλλιώτη και δεν ξέρει τον Τοξότη, τότε δεν μπορεί παρά να ξέρει την Toscana (Χανίων 2, 210-59.11.181). Το αντίπαλον δέος στις ρετρό πίτσες, φτιάχνει επίσης πολύ νόστιμες, με παλιακή νοστιμιά, αφράτες και χορταστικές πίτσες με μπόλικο τυρί γκούντα και ένταμ, και άλλα πλούσια υλικά, και ενίοτε στις 2 και 1 δώρο. Λιχούδικα είναι και τα πεϊνιρλί τους.
Και πού θα πιούμε ένα ποτάκι;
Ο Κορυδαλλός έχει ένα από τα ωραία, κλασικά ποτάδικα της πόλης. Το Tabacco (Ζαλόγγου 6, 210-49.41.427) κλείνει εφέτος 27 χρόνια λειτουργίας. Από την είσοδο δεν βλέπεις το τέλος της μπάρας του, είναι μακρόστενη, όπως και το μαγαζί, και στο τέλος της στρέφεται προς τον εσωτερικό χώρο όπου υπάρχουν και μερικά τραπεζάκια. Εδώ μας περιποιούνται με καλά ποτά, σερβιρισμένα σωστά, και μερικά κλασικά κοκτέιλ. «Στο Tabacco ανδρώθηκε η γενιά μου» θυμάται ο Νίκος, που ξημεροβραδιάζονταν εδώ προ εικοσαετίας.
Το πιο κουλ μπαρ της περιοχής είναι ο Elephadas (Δημητρακοπούλου 15, 210-49.72.024). Μοντέρνο και καλαίσθητο, φτιάχνει ωραία κοκτέιλ που επιμελείται ο Νάντι Ρεζέκ, και είναι μια πολύ καλή επιλογή όχι μόνο για να πιούμε μια καλοφτιαγμένη Paloma ή ένα Zombie με τέσσερα διαφορετικά ρούμια το βραδάκι, αλλά και για early drinks μετά τα ψώνια ή για καφέδες από την Taf.
Η Χαβάη (Ξενοφώντος 49, 694-81.06.360) είναι κι αυτή ένα καλόγουστο ποτάδικο, που φτιάχνει και κοκτέιλ, αλλά αυτό το προτιμάμε για τα απλά ποτά του. Πηγαίνει εκεί η Ειρήνη με την παρέα της που είναι πιτσιρικάδες, και γενικά μαζεύει νεότερο και πιο μποέμ κόσμο σε σχέση με τα άλλα δύο μπαρ, είναι στέκι φασαριόζικο και ατμοσφαιρικό. Θα χαζέψετε και την αποψάτη διακόσμηση.
Γαλακτομπούρεκο, κρέπα ή προφιτερόλ;
Οι περισσότεροι Κορυδαλλιώτες αναπολούν με τρυφερότητα τις χιονούλες του Σπλέντιτ, ενός από τα πιο γνωστά ζαχαροπλαστεία της περιοχής, που πρόσφατα κατέβασε τα ρολά του. Αν είστε των γαλακτερών γλυκών, τότε θα ευχαριστηθείτε το εκμέκ κανταΐφι και το απαλό γαλακτομπούρεκο της Αφροδίτης (Λήμνου 23, 210-49.54.056). Το δεύτερο βγαίνει μόνο Παρασκευοσαββατοκύριακα, είναι ζουμερό, μελάτο, με καλοψημένο και ύστερα καλοσιροπιασμένο το ρόδινο φύλλο του, και αν πάτε από τις 3 και μετά θα το πετύχετε ζεστό, φρεσκοξεφουρνισμένο. Φτιάχνεται στο μικρό εργαστήριο του ζαχαροπλαστείου εδώ και 5 δεκαετίες, με την ίδια συνταγή, από τη δεύτερη γενιά ζαχαροπλαστών, τον Δημήτρη, τον Ηλία και την Αλεξάνδρα Τερζή.
Για ωραίες κρέπες με πολλές επιλογές σε γεμίσεις, γλυκές, αλλά και αρμυρές, οι Κορυδαλλιώτες προτιμούν εδώ και χρόνια το Εγκώμιον (Σουρή 62, Πλ. Ελ. Βενιζέλου, 210-49.73.463) που πρώτα βρισκόταν στην πλατεία Ελευθερίας, και πρόσφατα μετακόμισε και μεγάλωσε. Πλέον σερβίρει και φουλ κομπλέ πρωινά. Αυτή την περίοδο παραγγέλνω κρέπα με σκέτη σοκολάτα υγείας και λίγο φυστικοβούτυρο.
Έχει και πατισερί ο Κορυδαλλός, που φτιάχνει πολύ φροντισμένα και νόστιμα, γαλλικού στιλ γλυκά, με πρωταγωνίστρια τη σοκολάτα. Λέγεται Σοκολάτα (Ατταλείας 246, 210-49.79.770), και δουλεύει με τη φημισμένη γαλλική σοκολάτα Valrhona. Καλή πρώτη ύλη που την αξιοποιούν στο θαυμάσιο προφιτερόλ, στα αέρινα μακαρόν, στις σοκολατίνες όπως η μους σοκολάτας γάλακτος Valrhona Tanariva με κρεμέ λευκής σοκολάτας και τραγανή βάση, αλλά και στα παλιομοδίτικα ποντικάκια τους. Φτιάχνουν επίσης μια ωραία τάρτα με κάστανο, και νόστιμα μπισκότα καρυδιού, σαν εργολάβους με γέμιση σοκολάτα.
Παλιό, καλό ζαχαροπλαστείο του Κορυδαλλού είναι και ο Παπαϊωάννου (Γρ. Λαμπράκη 190, 210-56.93.331) που λειτουργεί από το 1930. Είναι φημισμένο για το μιλφέιγ της ώρας, που το φτιάχνουν με την παραγγελία, μπροστά στον πελάτη. Σπεσιαλιτέ τους είναι επίσης το προφιτερόλ, το εκμέκ, το γαλακτομπούρεκο, τα ποντικάκια και τα αλεξανδριανά μπισκότα με άχνη ζάχαρη.
Για ψώνια στα πέριξ της Ταξιαρχών
Η Ταξιαρχών είναι ο πιο πολυσύχναστος δρόμος του Κορυδαλλού. Γεμάτος εμπορικά μαγαζιά, δεν του λείπει τίποτα. Στις βόλτες μας θα πετύχουμε και το υποκατάστημα των coffee roasters Cultivos (Ταξιαρχών 44, 210-49.49.059), για έναν από τους πιο καλοφτιαγμένους καφέδες της περιοχής. Δυο τετράγωνα πιο πέρα, χρόνια τώρα, στη γωνία Ψαρών και Ταξιαρχών, άναβε τη φουφού του ο καστανάς, για όσο καιρό κρατούσανε τα κρύα. Ο κυρ Γιάννης ο Αγρινιώτης είχε διαλέξει αυτή τη γωνία γιατί ήταν πάντα καλό πέρασμα, και τα πρωινά του Σαββάτου, ένα δρόμο παραπάνω γίνεται η μια από τις δύο λαϊκές του Κορυδαλλού. Πριν από λίγους μήνες η φουφού του κυρ Γιάννη έσβησε. Τώρα που εκείνος έφυγε, έρχεται στο πόστο του και κάθεται η γυναίκα του η Γιαννούλα. Ανάβει τη φουφού της σχεδόν καθημερινά ή όσο πιο συχνά μπορεί, έρχεται νωρίς το πρωί και μένει μέχρι που σκοτεινιάζει. Ψήνει κάστανα κρητικά που είναι γλυκά, σαρκωμένα και μοσχοβολάνε, και καμιά φορά παίρνω λίγα για το σπίτι, τα καθαρίζω και τα τρώω με μέλι και ένα ποτηράκι κονιάκ.
Στην άλλη γωνία, διαγωνίως προς τα επάνω, υπάρχει το συνοικιακό Παντοπωλείο (Ψαρών 75 και Κρήτης, 215-56.04.353), του Κρητικού Στέλιου Σταθωράκη από τις Μοίρες Ηρακλείου. Τυχεροί αυτοί που τον έχουν στη γειτονιά τους. Είναι ευγενικός και πρόσχαρος, καλοδιαλέγει προϊόντα από μικρούς παραγωγούς, κι έτσι ανάμεσα στα καθημερινά είδη, όπως μακαρόνια, πελτέδες και άλλα τρόφιμα σούπερ μάρκετ, θα βρούμε εδώ κάτι φανταστικά μέλια, όπως το ΠΟΠ μέλι ελάτης Μαινάλου βανίλια και το ΠΟΠ πευκοθυμαρόμελο Κρήτης. Φέρνει επίσης προζυμένια ψωμιά από τον Ξυλόφουρνο της Χαλκίδας και από τον φούρνο του Τριβουλίδη στη Νίκαια, που έχει και με αλεύρι ζέας, αλλά και φύλλα περέκ, γάλατα Αρκαδικόν και γιαούρτια Κόμης. Φέρνει τον ωραίο χαλβά του Κρητικού από την Παλιά Κοκκινιά, λούπινα Κρήτης, χύμα όσπρια Λάρισας και από τη Φάρμα Αρκούδη ζυμαρικά πετεινάρια και εξαιρετικό τραχανά. Στα ψυγεία του υπάρχει μια μικρή και πολύ αξιόλογη συλλογή από ελληνικά τυριά, όπως φέτες από τα Καλάβρυτα, τη Βυτίνα και την Κεφαλλονιά, κρητικές γραβιέρες του Αεράκη και του Τζουρμπάκη, και αλλαντικά του Sary και του Λαμπάκη.
Οι κρητικές γραβιέρες έχουν την τιμητική τους και στο Ραέτι του Νικολή (Πλ. Ψαρρού 5, Ταξιάρχης, 211.11.11.216) που φέρνει μεγάλης παλαίωσης κατακίτρινη γραβιέρα Τσιτσιρίδη, κι επίσης αλατσολιές, βούτυρο γάλακτος και στακοβούτυρο Σητείας, έξοχο σύγλινο του Χατζηδάκη, καστανιώτικα πικάντικα κρεμμύδια μακρόστενα, και πολύ μεγάλη ποικιλία σε παξιμάδια. Και στο κρητικό μπακαλικάκι του κύριου Μιχελάκη (Δημητρακοπούλου 69, 210-56.18.448) βρήκα έξοχα παξιμάδια του Μυστράκη, κι επίσης χοχλιούς, γλυκιά μυζήθρα αφρό του Στειακάκη και ψιλολιές σαρκωμένες. Άλλο ένα μικρό παντοπωλείο με αξιόλογα προϊόντα είναι η Ρόκα (Ταξιαρχών 101, 210-54.41.385), όπου πέτυχα από γραβιέρα Μυτιλήνης και ξύγαλο Σητείας, μέχρι ξηρό ανθότυρο Ρεθύμνου, κρεατικά από ελληνικές ράτσες από τον Βιο-Εύμαιο, πάστες ναπολιτάνικες και πεκορίνο Σαρδηνίας. Στο λουσάτο Κρεοπωλείο Φραγκόπουλος (Αθηνάς 44, 210-49.71.377) όπου φέρνουν μοσχάρια Βεροίας από τη Φάρμα Κουτσιώφτη και χοιρινά Καρδίτσας, βρήκα επίσης βούτυρο φρέσκο Αρκαδίας και μια μικρή αλλά ενδιαφέρουσα συλλογή με ελληνικά τυριά κι αλλαντικά. Στο Κρεοπωλείο Ταξιάρχης (Ρόδου 47 και Δημητρακοπούλου, 210-49.52.587) ψώνισα καυτερή κοπανιστή Τήνου και βουτυράτη φέτα βαρελίσια Άργους. Από τη Ραμόνα (Αβέρωφ 44, 210-49.51.835), που είναι το πρατήριο ενός εργαστηρίου σφολιάτας, πολλοί περνούν μετά τη λαϊκή του Σαββάτου για να ψωνίσουν φύλλα κρούστας ψιλά και χοντρά, φύλλο κανταΐφι, σφολιάτες και σφολιατάκια, και βάσεις για πίτσα και πεϊνιρλί.
Οι λαϊκές του Σαββάτου
Τα Σάββατα στον Κορυδαλλό γίνονται δύο λαϊκές. Η μια βρίσκεται συνήθως στην οδό Κρήτης, μικρή λαϊκή, αλλά με καλές τιμές και κάμποσους πάγκους με ωραία εποχικά, και η άλλη, που είναι αρκετά μεγαλύτερη, βρίσκεται στην περιοχή Κουτσικάρι, ξεκινάει από την πλατεία Μέμου, διακλαδώνεται σε δυο, τρία στενά, και το μεγάλο κομμάτι της καταλήγει στην οδό Αθηνάς. Πλούσια αγορά, με πολλά καλούδια, αρκετοί πάγκοι μάλιστα είναι των ιδίων παραγωγών. Στην αρχή της αγοράς, ξεκινώντας από την οδό Αθηνάς, θα βρούμε τον Γιώργο Παΐσιο από τον Μαραθώνα, στον καταπράσινο πάγκο του οποίου είναι τακτοποιημένα όλων των λογιών τα χόρτα εποχής, από αντίδια και ραδίκια, μέχρι αγριόχορτα, σέσκουλα, λάπατα, καυκαλίθρες, βρούβες και ζοχιά, για τις ωραιότερες πίτες. Λίγο πιο κάτω βρίσκουμε τον πάγκο του Σπύρου Καράγιωργα με ποικιλία από μήλα Τριπόλεως, και στη συνέχεια αξίζει μια στάση για τρυφερά κουκιά και φρέσκες αγκινάρες Ναυπλίου στον πάγκο του Γρηγόρη Δεληβανίδη. Βρήκα και σινάπι φρεσκομαζεμένο στον πάγκο του Θανάση Ρίζου από τη Λιβαδειά, και διαγωνίως απέναντι, ανάμεσα στα ξινά της εποχής, στον πάγκο του Βασίλη Πάγκαλου από το Ξυλόκαστρο πέτυχα μοσχοβολιστά φραπόκιτρα σαν μπάλες του μπέιζμπολ, με φλούδα όλο άρωμα, για ονειρεμένο γλυκό του κουταλιού. Ο Δημήτρης Μιχαλόπουλος από το Κεφαλάρι Αργολίδας έχει και σακουλάκια με αγκινάρες καθαρισμένες, αλλά σε κάπως τσιμπημένες τιμές, και ψιλά ψιλά σπαράγγια ό,τι πρέπει για ομελέτες και πιλάφια.
Ο πλανόδιος γιαουρτάς έρχεται στον Κορυδαλλό Σαββατοκύριακα και Τρίτες
Τα πρόβεια γιαούρτια Τσιαπάρα φτιάχνονται από το 1956 σε ένα μικρό εργαστήρι στο Χαϊδάρι, στον ίδιο χώρο με το πρατήριο που η οικογένεια των γιαουρτάδων πωλούν τα γιαούρτια τους, σφιχτά σαν στραγγιστά, τρεμουλιαστά και στητά σχεδόν σαν πανακότα, με γεύση γλυκόξινη, γαλατένια, και με μια πέτσα σκέτο βούτυρο. Παράλληλα ο Κώστας Τσιαπάρας μοιράζει γιαούρτια, αλλά και τα ωραία τους ρυζόγαλα και τις κρέμες, με το βανάκι στις γύρω περιοχές. Σταθερή πελατεία, σχεδόν στο 80% παλιοί πελάτες 2ης και 3ης γενιάς, που περιμένουν τις καθορισμένες μέρες και ώρες να τους ακούσουν να τελαλίζουν από το μεγάφωνο του βαν «αγνό, πρόβειο γιαούρτι παραδοσιακό», για να προβάλλουν από τα σπίτια τους φωνάζοντας «περνάει ο γιαουρτάς». Στον Κορυδαλλό τα γιαούρτια τους μοιράζονται κάθε Σάββατο, Κυριακή και Τρίτη, περίπου από τις 9.30 μέχρι τις 2.30. Ο Κώστας (697-71.38.687) ενημερώνει τηλεφωνικώς τους ενδιαφερόμενους, ποια ώρα περνάει από τη γειτονιά, σταματά και κορνάρει μπροστά στο σπίτι τους.
Ο Ηρακλής κι ένα μπακάλικο έκπληξη, στα Κανάρια στον Άνω Κορυδαλλό
Η συνοικία του Άνω Κορυδαλλού δημιουργήθηκε μεταξύ 1920 και 1940. Μια προσφυγική γειτονιά, τότε με παραγκόσπιτα, στάνες, αμπελώνες και αγρούς, όπου κατοικούσαν οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη και τον Πόντο, κι εργάζονταν στα νταμάρια (τη σημερινή περιοχή Σχιστό Κορυδαλλού), άλλοι ναυτικοί στα καράβια, κι άλλοι ασχολούνταν με τη γη και την κτηνοτροφία. Αυτή τη γειτονιά που έχει ακόμα και σήμερα αρκετές παλιές μονοκατοικίες, τη βλέπει ελεύθερα ο ήλιος που δεν τον φράζουν τα ψηλά κτίρια. Εκεί βρίσκεται το Παντοπωλείο στα Κανάρια (Δοϊράνης 2, πλατεία Ηρώων Πολυτεχνείου ή πλατεία Κανάρια, 210-56.98.005), όπου πήγα μιλημένη, μια και δε σε βγάζει εύκολα ο δρόμος σου. Η «επάνω» πλατεία του Κορυδαλλού δεν είναι τόσο δημοφιλής όσο οι άλλες που βρίσκονται κοντά στο εμπορικό κέντρο της πόλης. Αυτό το παλιό μπακάλικο είναι ένα αληθινό διαμάντι, που αν και μοιάζει να το ξέχασε ο χρόνος, στα ράφια του υπάρχει όλη η επικαιρότητα. Το άνοιξε πριν από 25 χρόνια ο Ηρακλής Ζαμπουνίδης, πιτσιρικάς ακόμα τότε, όπως μου λέει χαμηλώνοντας ταυτόχρονα το ραδιόφωνο για να ακουγόμαστε. Εδώ ζει και βασιλεύει η παλιά Ελλάδα. Μια γλυκιά αταξία και μια ζεστή φιλοξενία επικρατούν μέσα σε λίγα τετραγωνικά. Ο Ηρακλής εξασφαλίζει ψωμάκι προζυμένιο, μεστό και στιβαρό, από την Επίδαυρο, παξιμάδια από όλη την Ελλάδα, και από μουστοκούλουρα από το Αγρίνιο μέχρι γραβιέρες πολλών λογιών, κασέρι παλιό του Χατζηιωαννίδη, βολάκι Άνδρου, κεφαλογραβιέρες διαλεχτές και 8 διαφορετικές φέτες, εκ των οποίων και μια μαλακιά σκέτο βούτυρο – να την αλείψεις στο ψωμί. «Ο χαλβάς μας είναι τρέλα, απ’ τη Δράμα με κανέλα» διαλαλεί την πραμάτεια του ο Ηρακλής, ένας κιμπάρης άνθρωπος, κεφάτος και πολύ αγαπητός σε όλους. Έξω από το μαγαζί του έχουν κάνει πηγαδάκια οι συνταξιούχοι της περιοχής, που αράζουν σε πλαστικές καρεκλίτσες, κουτσομπολεύουν και πίνουν τα τσιπουράκια τους με τυριά, σαλαμάκια κι ελιές, κι ό,τι άλλο μεζέ βρει και τους προσφέρει ο Ηρακλής. «Σελφ σέρβις» είναι το κατάστημα» μου λέει γελώντας, καθώς μπαίνει μέσα ένας «πρώην καπετάνιος και νυν βαρκάρης» όπως αυτοσυστήνεται, για να πάρει το τσιπουράκι και τον μεζέ του. Μου πιάνει την κουβέντα και αρχινάει τις ιστορίες. «Έχουμε κάνει γειτονιά» μου λένε. Ο Ηρακλής μου απλώνει το μαχαίρι με μπηγμένο επάνω ένα κομμάτι σουτζούκι καυτερό να δοκιμάσω, ύστερα με κερνάει ντολμαδάκια γιαλαντζί για τα οποία καμαρώνει, και μια ωραία, απαλή φάβα από ένα μικρό εργαστήριο του Πειραιά. Τις γιορτές φέρνει λέει και ξένα τυριά: παρμεζάνα, πεκορίνο και ροκφόρ.
Το ξέρατε ότι…
Προπολεμικά, το 1939, λειτούργησε στον Κορυδαλλό το λεγόμενο «Άσυλο αλητοπαίδων», ένα αναμορφωτήριο που κατεδαφίστηκε το 2009 και στη θέση του χτίστηκε το νέο κτίριο του Δήμου Κορυδαλλού. Παραδίπλα από το Άσυλο χτίστηκαν και οι φυλακές του Κορυδαλλού, που λειτουργούν από το 1962 μετά το κλείσιμο των φυλακών της Καλλιθέας και τη μεταφορά των φυλακισμένων στον Κορυδαλλό – επί της παρούσης σχεδιάζεται η μετεγκατάσταση των φυλακών στον Ασπρόπυργο.
Ευχαριστούμε πολύ τον Δήμο Κορυδαλλού για τα ιστορικά στοιχεία και για τις χρήσιμες πληροφορίες που μας έδωσε, και ειδικά τον Δήμαρχο Νίκο Χουρσαλά και την κυρία Μιμήνα Πατεράκη από το τμήμα έρευνας, ανάπτυξης και προγραμματισμού.