Ευθύμιος Χατζηευσταθίου: Στη φτερούγα σου, Δάσκαλε…
έως πλήρους αναρρώσεως κλινήρης επί μακρόν. Έτσι το πρώτο εξάμηνο της πρώτης Δημοτικού το έβγαλα στο σπίτι, να μαθαίνω τα πρώτα γράμματα στο κρεββάτι, με τη δασκάλα κατ’ οίκον – μαυρομάτα, μελαχρινή και κομψότατη
μεγαλομάτα. Σήμερα κι εκ των υστέρων θα έλεγα ότι ήταν κι αυτή σαν μια κορασίδα Παναγιά – στα νιάτα της τα ανέμελα, αλλά τότε μού φαινόταν η νεαρή χαμογελαστή μου δασκάλα σαν νεράιδα! το άρωμά της και τα ακροδάχτυλά της καθώς έγραφαν τα γράμματα, που ύστερα θα έπρεπε εγώ να αντιγράψω τόσες φορές, ώστε η κουλουρίτσα να μοιάζει με την κουλουρίτσα της κι όχι με την τεθλασμένη της ελευθερίας που σιγά-σιγά ένοιωθα πως χάνω, χωρίς ακόμα να ξέρω ότι ελευθερία τη λένε.Πλην όμως έτοιμος να αντικαταστήσω τη σχεδόν ανεπαίσθητη θλίψη αυτής της απώλειας με το ηδύ μυστήριο του κόσμου μετά και με τη δασκάλα, βρέθηκα στη μέση της χρονιάς, με τα κοντά μου παντελονάκια αίφνης κι εγώ στη σχολική τάξη. Παλιές καραβάνες ήδη τα άλλα πρωτάκια με έβαλαν στη μέση, μόνον μου, χωρίς τα ακροδάχτυλα, το χαμόγελο, το άρωμα και τις ματάρες της δασκάλας μου.«Στάθη, έχεις καλόν πατέρα, πρέπει να μάθεις γράμματα!», έτσι, με τη βροντώδη του φωνή, ο δάσκαλος απεκατέστησε τις σταθερές του κόσμου γύρω μου εν μια στιγμή και άρχισα ευθύς εξ εκείνου του πρώτου κι ευλογημένου λεπτού, σταθερός και στα πόδια μου, να λαμβάνω την αγωγή μου.Έως την έκτη Δημοτικού ο δάσκαλός μου, πάντα μέσα στο κουστουμάκι του και πίσω απ’ τη σφιχτοδεμένη φθηνή γραβάτα του, την ωραία του άρθρωση, τον καλλιγραφικόν του χαρακτήρα, το δάκρυ του (όταν μας σχόλασε παράωρα λόγω πραξικοπήματος), το γέλιο του, την περίσκεψη άμα τε και το ρηξικέλευθον, μας μάθαινε τις πρώτες συντεταγμένες του κόσμου και του ρωμαίικου, περί μυστηρίων και ηρώων, λογικής κι ονείρων
τις διαφορές και τις ομοιότητες του ανθρώπου με τη ζωγραφιά του. Και πώς είναι αν την κάμει ο ίδιος ή όταν την έχει φιλοτεχνήσει άλλος και τι ιστορούν όλα αυτά μαζί.
Φιλέας Φογκ και Κολοκοτρώνης ο δάσκαλος, πότε μίλαγε για τη διάβαση της Ερυθράς Θαλάσσης και την καιόμενη βάτο, πότε μας έβαζε προβλήματα με πορτοκάλια, κιλά, δραχμές και μανάβηδες, πότε έφερνε επίσκεψη στην τάξη τον Όμηρο και τον Διγενή Ακρίτα, πότε ταξίδευε την τάξη στον Γαλαξία και στους ωκεανούς καβάλα στη ράχη του Μόμπυ Ντικ και πότε-πότε, στις εκδρομές, στα λειβάδια της άνοιξης περί τις παρυφές της μικρής μας πόλης διάλεγε απ’ τα ζεμπιλάκια των κοριτσιών σφιχτά αυγά· ένα-δυο όχι πιο πολλά· και τα έτρωγε με αλάτι και πιπέρι από μιαν αλατοπιπεριέρα που κουβαλούσε πάντα μαζί του, στην τσέπη του – η μόνη εξάρτυση οπλισμού που είδα ποτέ τον δάσκαλό μου να φέρει πάνω του.
***
Ξανάδα τον δάσκαλό μου, πολλά χρόνια μετά, πρωτοετής φοιτητής, στο ίδιο ή κάποιο παρεμφερές και πάντως ήδη παλιωμένο κουστουμάκι του κλεισμένον και κατάφρακτον, με τη γραβατίτσα του ακόμα πιο σφιγμένη, χωρίς καθόλου αυτή η γραβάτα να έχει ακολουθήσει τη μόδα που είχε πια φαρδύνει και μακρύνει τις γραβάτες.
Μόνο ένα πάνω του ήταν αλλοιώς.
Ο δάσκαλός μου ήταν βραχύσωμος! Ω της ανακαλύψεως! Δεν ήταν ο γίγαντας που έβλεπαν τα παιδικά μου μάτια να υψώνεται πάνω μου και, σαν διευθυντής ορχήστρας, να τοποθετεί τις αρμονίες γύρω μου και τούτο ποιείν κακείνο μη αφιέναι -ήταν βραχύσωμος!
«Στάθη, παιδί μου, τι κάνεις; πώς πάνε οι σπουδές σου; τι κάνει ο πατέρας σου και η μητέρα σου! έχεις εξαιρετική μητέρα!»
Καλέ μου, δάσκαλε.
Με το ευρύ σου στήθος -στα πενήντα σου χοροπηδούσες μαζί μας για να ξεθαρρέψουμε και να κάνουμε τις ασκήσεις στη γυμναστική, σαν σπουργίτια αντίκρυ σου, κι ο χοντρούλης και ο ντροπαλός να κάνουν κι αυτοί σωστά τις ασκήσεις, να μην τους πάρει παραμάζωμα ο αλανιάρης κι ο παλικαράς συμμαθητής- χοροπήδαγε μαζί μας στα πενήντα του ήδη ο δάσκαλος ο βραχύσωμος γίγαντας ο ευρύστερνος υπάρχει απ’ αυτό το χοροπηδητό ευγενέστερη θυσία στο γένος των ανθρώπων και τη χάρη των θεών;
*****
Τον πρώτο μας δάσκαλο ακολούθησαν καθηγητές, άλλοι καλοί, άλλοι καλύτεροι κι άλλοι κακοί. Ολοι έχουμε ζήσει μαζί τους τη διαδρομή της αγωγής. Με το πρόταγμα του ευ ζην άλλοι εξ ημών φυλαχτό κι άλλοι όχι. Άλλοι μάθαμε, άλλοι συνεχίσαμε να μαθαίνουμε ακόμη κι άλλοι ξεχάσαμε να μαθαίνουμε προ πολλού. Όμως τον Δάσκαλο και τον Καθηγητή
τη Δασκάλα και την Καθηγήτρια που μας νοιάστηκαν -κι όχι βεβαίως εκείνους που μας ξεπέταξαν- αγέραστους φέρουμε στην καρδιά μας, σαν ευχές για το καλό και το αγαθό, το ωραίο.
Στη φτερούγα σου, δάσκαλε…