Φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός: το παρόν και το μέλλον
Των Ιωάννη Λεβεντίδη, Ευάγγελου Μελά, Κωνσταντίνου Πούλιου
Πρόσφατα η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) δημοσίευσε την έρευνά της για τα εισοδήματα και τις συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών, έτους 2021. Σύμφωνα με τα στοιχεία, το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού ανέρχεται σε 28,3% (2.971.200 άτομα) και παρουσιάζει αύξηση 0,9 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020. Ωστόσο, μια δεύτερη προσεκτική ματιά σε αυτήν την έρευνα, μπορεί να αποκαλύψει ενδιαφέρουσες πληροφορίες.
Καταρχάς, η έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ αναφέρεται στα εισοδήματα του 2020. Συνεπώς, οι επιπτώσεις από το κύμα ακρίβειας και πληθωρισμού που βιώνουμε τους τελευταίους μήνες δεν εμφανίζονται στην εν λόγω μελέτη. Η αύξηση στις τιμές όλων των ειδών του σουπερμάρκετ και στις τιμές ενέργειας και καυσίμων επηρεάζει κυρίως τα φτωχότερα νοικοκυριά, τα οποία βλέπουν ένα σημαντικό ποσοστό του μηνιαίου εισοδήματος να έχει κάνει φτερά. Επομένως, χρειάζεται μία προσεκτική αποτίμηση των δεδομένων της ΕΛΣΤΑΤ για τη σωστή εκτίμηση του ποσοστού της φτώχειας στην Ελλάδα.
Θα ήταν επίσης χρήσιμο να αφιερώσουμε λίγο χρόνο σε κάποιους ορισμούς, ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα τα αποτελέσματα της έρευνας. Υπάρχει συγκεκριμένος ορισμός για τη φτώχεια, ο οποίος μάλιστα δεν μένει αναλλοίωτος, αλλά υπόκειται σε αναθεωρήσεις. Ο πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό αποτελείται από τρεις ομάδες.
• Πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας: Αναφέρεται στο ποσοστό των ατόμων που ζουν σε νοικοκυριά των οποίων το συνολικό ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα είναι χαμηλότερο του 60% του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος. Δεν έχει σημασία να εξηγήσουμε τι εννοούμε με τον όρο «διάμεσος ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος». Αυτό που έχει αξία είναι να αναφέρουμε ότι το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 5.251 ευρώ ετησίως (δηλαδή περίπου 438 ευρώ το μήνα) για μονοπρόσωπο νοικοκυριό και 11.028 ευρώ ετησίως (δηλαδή 919 ευρώ μηνιαίως) για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο παιδιά κάτω των 14 ετών. Το ποσοστό των πολιτών σε κίνδυνο φτώχειας ανέρχεται σε 19,6% και παρουσιάζει αύξηση κατά 1,9 ποσοστιαίες μονάδες.
• Πληθυσμός με υλικές και κοινωνικές στερήσεις: Υπάρχει ένας κατάλογος 13 βασικών αγαθών και υπηρεσιών (για παράδειγμα, αδυναμία πρόσβασης στο διαδίκτυο, αδυναμία αντικατάστασης φθαρμένων ρούχων, αδυναμία να ξοδεύει κάποιος χρήματα για τον εαυτό του σε εβδομαδιαία βάση κτλ. Ο αναγνώστης μπορεί εύκολα να βρει τον πλήρη κατάλογο στο διαδίκτυο.) Τα άτομα που στερούνται τουλάχιστον 7 από τον κατάλογο 13 υπηρεσιών και αγαθών θεωρούνται ότι αντιμετωπίζουν σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις. Το ποσοστό αυτών των ατόμων ανέρχεται σε 13,9% σημειώνοντας πτώση σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα κατά 1 ποσοστιαία μονάδα.
• Πληθυσμός που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας: Είναι τα άτομα ηλικίας 0-64 που ζουν σε νοικοκυριά των οποίων τα μέλη τους εργάστηκαν λιγότερο από 20% της συνήθους απασχόλησης κατά το προηγούμενο έτος. Οικονομικά ενεργά μέλη θεωρούνται τα μέλη του νοικοκυριού ηλικίας 18-64 ετών, ενώ νοικοκυριά που αποτελούνται μόνο από σπουδαστές κάτω των 25 ή άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω εξαιρούνται από τον υπολογισμό του δείκτη. Το ποσοστό αυτών των πολιτών ανέρχεται σε 13,6% και παρουσιάζει αύξηση κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα.
Οι τρεις παραπάνω κατηγορίες δεν είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους. Ένα άτομο μπορεί να ανήκει σε μία, δύο ή ακόμη και στις τρεις ομάδες. Το ποσοστό 28,3% είναι το κομμάτι του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, με άλλα λόγια είναι τα άτομα που ανήκουν σε μία τουλάχιστον από τις τρεις αυτές ομάδες.
Ας μείνουμε λίγο παραπάνω στην πρώτη ομάδα, τους πολίτες εκείνους που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας και αποτελούν το 19,6% του πληθυσμού. Ίσως φαίνεται παράδοξο ότι σε παρόμοια έρευνα του 2008 (που αναφέρεται στα εισοδήματα του 2007, μια ομολογουμένως καλή χρονιά), το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 20%, δηλαδή περίπου το ίδιο. Αυτό συμβαίνει διότι τα ποσοστά αυτά αναφέρονται στη σχετική φτώχεια (φτωχός σε σχέση με τους άλλους). Με δεδομένο ότι τα εισοδήματά μας συνολικά κατακρημνίστηκαν την τελευταία δεκαετία και ακόμη δεν έχουν επανέλθει στα προ-κρίσης επίπεδα, προκύπτει ότι και το κατώφλι φτώχειας έχει μειωθεί κατά πολύ. Για παράδειγμα, ένας ιδιωτικός υπάλληλος καταστήματος που εργάζεται καθημερινά και οι καθαρές του αποδοχές είναι 550 ευρώ μηνιαίως δεν βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας με τα σημερινά δεδομένα (εκτός αν εμπίπτει στη δεύτερη κατηγορία, δηλαδή στον πληθυσμό με υλικές και κοινωνικές στερήσεις). Ο ίδιος υπάλληλος το 2008 πολύ πιθανό να θεωρούνταν σε κίνδυνο φτώχειας, παρά το γεγονός ότι σήμερα αντιμετωπίζει πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες. Αυτός είναι ο λόγος που τα ποσοστά είναι συγκρίσιμα με το 2008, παρόλο που στην κοινωνία κάτι τέτοιο δεν είναι εμφανές.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι πρωταθλήτριες στον κίνδυνο φτώχειας αναδεικνύονται περιοχές της επαρχίας, κυρίως η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, η Δυτική Ελλάδα, η Κεντρική Μακεδονία και άλλες. Στον αντίποδα, οι περιοχές με τα μικρότερα ποσοστά φτώχειας είναι η Αττική, η Κρήτη και το Νότιο Αιγαίο. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι η διαφορά ανάμεσα στην Αττική (12,9%) και στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (29%) είναι σχεδόν 16 ποσοστιαίες μονάδες. Αυτό δείχνει το μεγάλο βάρος που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι κάτοικοι της επαρχίας και θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τη χάραξη των επόμενων βημάτων οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, ειδικά εν όψει του επόμενου χειμώνα που αναμένεται να είναι δύσκολος από πλευράς ενέργειας.
Όπως ήταν επίσης αναμενόμενο, το υψηλότερο επίπεδο μόρφωσης συμβάλλει στη μείωση του κινδύνου φτώχειας. Επομένως, η ενίσχυση της εκπαίδευσης (με συνέχιση των προσλήψεων, με αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, με αναδιάρθρωση του προγράμματος σπουδών) πρέπει να παραμένει σταθερά μια από τις βασικές προτεραιότητες της χώρας.
Ένα ακόμη στοιχείο που αξίζει να επισημανθεί είναι η συμβολή των συντάξεων και των κοινωνικών επιδομάτων στον περιορισμό της φτώχειας. Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (συντάξεις και επιδόματα) ανέρχεται σε 48,2%, δηλαδή περίπου ένας στους δύο πολίτες. Αν συμπεριλάβουμε μόνο τις συντάξεις (και όχι τα επιδόματα) στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, τότε το αντίστοιχο ποσοστό μειώνεται στο 24,7%, δηλαδή έχουμε μείωση κατά 23,5 ποσοστιαίες μονάδες. Το αποτέλεσμα αυτό μπορεί να διαβαστεί με δύο τρόπους. Από τη μία, δείχνει πόσο σημαντικές είναι οι συντάξεις για τα ελληνικά νοικοκυριά. Από την άλλη όμως, η τόση μεγάλη εξάρτηση από τις συντάξεις δεν αποτελεί καλό οιωνό για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας.
Τέλος, αν συνυπολογίσουμε και τα κοινωνικά επιδόματα (τέκνων, ανεργίας, ασθένειας, αναπηρίας, στέγασης, θέρμανσης, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα κτλ), τότε το ποσοστό φτώχειας από 24,7% πέφτει στο 19,6%, δηλαδή έχουμε πτώση κατά 5,1 ποσοστιαίες μονάδες (η οποία μεταφράζεται σε πάνω από μισό εκατομμύριο πολίτες). Αυτά τα δεδομένα συνηγορούν υπέρ της σημασίας και της αξίας που έχει η κοινωνική πολιτική, όχι μόνο για τους ανθρώπους εκείνους που βρίσκονται κάτω από το κατώφλι της φτώχειας, αλλά γενικά για όσους λαμβάνουν τα επιδόματα και για την κοινωνική συνοχή. Δεν πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε ότι τα φτωχότερα νοικοκυριά ξοδεύουν το σύνολο του εισοδήματός τους στην κάλυψη των βασικών αναγκών. Συνεπώς, δεν έχουν καμία δυνατότητα αποταμίευσης ή άλλων παρεμβάσεων που θα τους εξασφάλιζαν χαμηλότερο κόστος διαβίωσης.
Όπως αναφέρθηκε και στην αρχή, η έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ αφορά τα εισοδήματα του έτους 2020, συνεπώς δεν έχει ενσωματώσει τον αντίκτυπο από την αύξηση του πληθωρισμού και την εκτίναξη στις τιμές των τροφίμων και της ενέργειας. Συνεπώς, το ποσοστό των πολιτών που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι πιθανό να αυξηθεί και το ερώτημα που τίθεται είναι τι μπορεί να γίνει ώστε να αναστραφεί αυτή η πορεία στο μέτρο του εφικτού. Το δεδομένο είναι ότι λύσεις με κάποιο μαγικό ραβδί δεν υπάρχουν. Απαιτείται εγρήγορση, σχεδιασμός και προνοητικότητα. Τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.
Στα βραχυπρόθεσμα μέτρα συγκαταλέγονται τα διάφορα κοινωνικά επιδόματα, όπως θέρμανσης, καυσίμων, ενέργειας κτλ. Η σημασία αυτών των επιδομάτων έγινε φανερή από ποσοστά που αναφέρθηκαν προηγουμένως και είναι ακόμη πιο μεγάλη η σημασία τους για τη ζωή και την διαβίωση των αποδεκτών. Υπάρχει, ωστόσο, ένας περιορισμός. Δεν ζούμε στη δεκαετία του 2000, όταν η χώρα μας μπορούσε να δανείζεται φθηνά και το έκανε πάνω από τις δυνατότητές της. Είμαστε πλέον υποχρεωμένοι να κινούμαστε στα πλαίσια των δημοσιονομικών δυνατοτήτων μας χωρίς να επιτρέψουμε εκτροχιασμούς. Επιπλέον, με δεδομένο ότι τα τελευταία χρόνια οι κρίσεις διαδέχονται η μία την άλλη, είμαστε υποχρεωμένοι να προβλέψουμε και να διαθέτουμε εφεδρείες, οι οποίες θα χρησιμοποιηθούν σε μια έκτακτη περίπτωση.
Τα μεσοπρόθεσμα μέτρα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν αύξηση σε μισθούς και συντάξεις και γίνονται αναγκαία διότι η κρίση του πληθωρισμού διαρκεί περισσότερο από όσο περίμεναν οι αισιόδοξες εκτιμήσεις. Και εδώ βεβαίως ισχύουν οι περιορισμοί που αναφέραμε προηγουμένως. Συνεπώς, μια αύξηση στα όρια του πληθωρισμού είναι αδύνατη. Ωστόσο, μια αύξηση στα πλαίσια των δημοσιονομικών δυνατοτήτων θα ήταν ένα μέτρο μόνιμου χαρακτήρα (σε αντίθεση με πολλά επιδόματα) και θα βοηθούσε εργαζομένους και συνταξιούχους οι οποίοι έχουν βιώσει τις συνέπειες της ακρίβειας.
Τέλος, οφείλουμε να λάβουμε μέτρα με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον. Από το 2010 και μετά, έχουμε ζήσει μια πρωτόγνωρη κατάσταση με διαδοχικές κρίσεις: οικονομική κρίση, πληθωρισμός, ακρίβεια, αύξηση των τιμών της ενέργειας, γεωπολιτικές κρίσεις. Δυστυχώς, οι προβλέψεις για το μέλλον δεν είναι ευχάριστες. Οι εκτιμήσεις για την παγκόσμια οικονομία δεν είναι ευοίωνες, η κλιματική αλλαγή αναμένεται να δημιουργεί συνεχώς καινούριες προκλήσεις, ενώ οι κινήσεις στη γεωπολιτική σκακιέρα φαίνεται ότι είναι ακόμη στην αρχή τους. Συνεπώς, οφείλουμε να θωρακιστούμε απέναντι σε μελλοντικές κρίσεις. Αυτό μπορεί να γίνει με επενδύσεις στην τεχνολογία, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και στην εξέλιξη της γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής. Οι κινήσεις αυτές δεν έχουν μεγάλο δημοσιονομικό κόστος. Μικρές αλλά σταθερές επενδύσεις στο παρόν μπορούν να μας προσφέρουν μεγάλα οφέλη στο μέλλον.
Φυσικά, δεν τρέφουμε αυταπάτες ότι έχουμε ως χώρα τη δυναμική να γίνουμε παγκόσμιοι πρωταγωνιστές στον τομέα της τεχνολογίας, της ενέργειας, των τροφίμων και της χρήσης υδάτινων πόρων. Ωστόσο, όσο πιο αυτάρκεις είμαστε και όσο πιο νωρίς έχουμε ξεκινήσει τον προγραμματισμό και τις κινήσεις μας στους παραπάνω τομείς, τόσο μεγαλύτερο θα είναι το κέρδος μας τα επόμενα χρόνια. Αν μείνουμε ουραγοί των εξελίξεων, θα έρθουμε αντιμέτωποι με πολλά και σημαντικά προβλήματα, πιο σοβαρά και δύσκολα από όσα βιώνουμε σήμερα. Η διαφαινόμενη λύση είναι μία πολιτική που να σχεδιάζει τα επόμενα βήματά της με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα και όχι μία πολιτική που να απαντά εκ των υστέρων στα προβλήματα που αναφύονται με τρόπο αποσπασματικό και συνεπώς ημιτελή.
* Ιωάννης Λεβεντίδης, Ευάγγελος Μελάς, Κωνσταντίνος Πούλιος – Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, ΕΚΠΑ.