Το έθιμο της αρμυροκουλούρας
Η ιστορία που θα σας διηγηθώ βασίζεται στο έθιμο της αρμυροκουλούρας. Διαδραματίζεται σε προσφυγικό συνοικισμό στην ελεύθερη – λέμε τώρα! – ‘Ελλάδα κάπου στα 1946-1947, λίγο μετά την κατοχή και πριν τον αιματηρό εμφύλιο.
Στον συνοικισμό μας, έχουν μεταφερθεί πρόσφυγες από την χερσόνησο της Ερυθραίας. Οι ήρωες μας πρέπει να συνυπάρξουν με τους πρόσφυγες από την Νικομήδεια και τους λίγους Πόντιους, που και αυτούς έφερε η ταλαιπωρία στην ίδια γη.
Η φτώχεια και η πείνα είναι παρούσες, όπως επίσης και τα Νιάτα που κάνουν όνειρα για το μέλλον. Αποζητούν αλλά και τρομάζουν στην σκέψη του ’Ερωτα και, έμαθαν να θεωρούν ότι με το γάμο θα αποκατασταθούν.
Η οικογένεια που μας φιλοξενεί, αποτελείται από την Μητέρα -την κυρά Φανή, την μητέρα της μητέρας και τις 4 κόρες. Οι δύο δεκαοχτάχρονες, η Κοκκώνα και η ’Ηρα δεν είναι φυσικές αδερφές αλλά, τις ένωσαν τα βιώματά τους. Μάλιστα, η ’Ηρα είναι πόντια. Η άλλη κόρη, η Μαρίτσα είναι 17 χρονών και η Σταματώ μόνο 14. Μεσολαβούσε ο Σωτηράκης, αλλά έζησε μόνο 6 μέρες.
Το αποψινό βράδυ είναι το Σαββατόβραδο πριν την Κυριακή της Τυρινής. Στην επίπλωση δεν περιλαμβάνεται ραδιόφωνο, δείγμα ευημερίας της εποχής, και οι πρωταγωνίστριες μας τραγουδούν με συνοδεία το μουσικό όργανο της εποχής: το ταψί! Τα κορίτσια χορεύουν και τραγουδούν, ενώ η γιαγιά και η μητέρα κάθονται στο τζάκι με σταυρωμένα τα χέρια. Είναι Σαββατόβραδο, σήμανε η καμπάνα του Εσπερινού, τέρμα οι δουλειές.
Καλή Σας Διασκέδαση !
Ριρή Ριρή Ριρίκα
εσύ `σαι πράμα παιδί μου γερό.
Αχ! όποιος νιώσει του φιλιού σου λίγη γλύκα
θα το θυμάται Ριρίκα για καιρό,
αχ όποιος νιώσει του φιλιού σου λίγη γλύκα
θα το θυμάται Ριρίκα για καιρό.
-Ουφ! Ξεθεώθηκα! λέει η Μαρίτσα
-εγώ αντέχω κι άλλο, λέει η Σταματώ
-ακούτε, ακούτε η τσιλιβίθρα αντέχει κι άλλο! λέει η γιαγιά
-μαμά πες της!
-τι να της πω; Εχτές που με νευρίασες και σου τράβηξα τις κοτσίδες η γιαγιά σε έσωσε. Αλλιώς θα μάζευες κι άλλες!
-Μάνα την Λένα θα την συνοδεύει ο Αγγελής στους χαρταετούς την Καθαρή Δευτέρα!
-Ε! αφού λογοδόθηκε! πάει αυτή, τώρα θα βγαίνει με τον μνηστήρα της.
-Και εμένα με κοιτάζει ο αδερφός του ο Κώστας! Αλλά δεν τον θέλω για άντρα μου!
-Μάνα εγώ είμαι η πιο μεγάλη. Εγώ πρέπει να παντρευτώ πρώτη!
-Αχ Κοκκώνα μου! Δεν έχει σειρά ο γάμος.
-Δηλαδή; Μπορεί να παντρευτεί πρώτη η Σταματώ;
-’Ελα τώρα, μη λες χαζά!
-’Οχι μάνα, θέλω να παντρευτώ πρώτη και να πάρω τον Λεωνίδα.
-Η Μοίρα ξέρει ποιόν θα παντρευτείς.
-Μα αφού με θέλει και ο Λεωνίδας. Τον βλέπω πως με κοιτάει!
-Να μάθεις να ακούς άμα μιλάει η μάνα σου. Η Μοίρα έχει τα νήματα και τα κουνάει κατά πως ξέρει εκείνη!
-Μα..
-Μην μαλώνετε μέρα που είναι! Θα κάνουμε την αρμυροκουλούρα και θα μάθουμε ποιος θα είναι το τυχερό σου.
-Τι είναι η αρμυροκουλούρα γιαγιά;
-μμμ, η αρμυροκουλούρα είναι ένα καρβέλι που ζυμώνουν οι λεύτερες απόψε βράδυ, το ψήνουν αύριο το μεσημέρι, το τρώνε αύριο το βράδυ και ξυπνάνε το πρωί της Καθαρής Δευτέρας και έχουν δει στον ύπνο τους τον νέο που θα παντρευτούν!
-Αλήθεια γιαγιά;
-Αλήθεια. Προσοχή όμως! Μόλις σηκωθούν αύριο μεσημέρι από το τραπέζι δεν ξανατρώνε μήτε πίνουν τίποτα. Ούτε νερό. Το βράδυ, θα φάνε την αρμυροκουλούρα και θα πάνε για ύπνο. Ο νέος που θα φέρει το νερό, αυτός θα είναι ο μέλλοντας σύζυγος σας.
– <<Μέλλοντας σύζυγός σας; Θα φάω και γω γιαγιά; >>
-’Οχι, εσύ είσαι μικρή.
-Πες της καλέ μαμά!
-Εσένα θα πω: αχ η τσιλιβήθρα, μες την δακτυλήθρα, αντί για κολυμπήθρα και θέλει παντρειά!
-’Ελα καλέ μάνα! ’Ασε την Σταματώ και πες μας για την Αρμυροκουλούρα!
-Εγώ τι να πω; Εσείς να κάνετε απόφαση και να πεινάσετε, να διψάσετε για να έρθει ο καλός σας να σας δώσει νερό.
-και είναι δύσκολο να μείνουμε νηστικές και διψασμένες όλο το απόγεμα και όλο το βράδυ;
-Φυσικά είναι δύσκολο! Αλλά τι σας λέω συνέχεια; Τα καλά κόποις κτώνται! Για ποιόν τα λέω; Μόνη μου τα λέω μόνη μου τα ακούω;
-Και είναι νόστιμη γιαγιά η αρμυροκουλούρα;
-’Οχι Κοκκώνα μου. ’Εχει μόνο προζύμι, αλεύρι και μπόλικο αλάτι, ε! και λίγο νερό για το ζύμωμα.
-Ούτε λίγο μαχλέπι, λίγη μαστίχα μοσχομυριστή;
-’Οχι.
-Λίγο γλυκάνισο έστω;
-Είπα όχι.
-Εμένα δεν με νοιάζει. Θέλω να μάθω ποιος θα’ναι το τυχερό μου. Να φέρω την σκάφη να ζυμώσουμε.
-Τι λες βρε άμυαλη; Ποια σκάφη; Λίγο ζυμάρι θα πιάσουμε ίσα ίσα για σας τις τρεις. Την λεκανίτσα σύρε και φέρε.
-Γιατί καλέ μαμά, εγώ να μην δω ποιόν θα παντρευτώ;
-Ε! το παράκανες! Μην σηκωθώ απάνω! Θα φας σουλταν μερεμετ.
-Μάνα έτοιμο το ζυμάρι.
-’Ολη νύχτα θα ξεκουραστεί, αύριο θα την ψήσουμε και το βράδυ θα την φάτε.
Η νύχτα πέφτει, μα θάρθει και η αυγή και τότε τα κορίτσια θα μάθουν για το τυχερό τους.
-Τι είδες ’Ηρα μου στον ύπνο σου;
-Μάνα δεν είδα πρόσωπο. ’Ηρθε ένα παλικάρι ψηλό, μελαχρινό και μου ’φερε νερό. ’Ηταν ευγενικός αλλά δεν άκουσα το όνομά του γιατί ένας ήχος δυνατός σκέπαζε την φωνή του.
-Τι ήχος ’Ηρα μου;
-Μια μηχανή, σαν του κλωστουφαντουργείου που δουλεύετε και συ και η μάνα μου.
-Εσύ Κοκκώνα μου ποιόν είδες;
-Μάνα εγώ είδα τον Γιωργή, αλλά δεν μου έδωσε νερό. ’Ενα ποτήρι γάλα μου έδωσε!
-Τιιιιιιιιιιι! …Είσαι σίγουρη παιδί μου;
-Από μακριά, στο βάθος, ερχόταν ένας άλλος νέος, αλλά ξύπνησα πριν μιλήσουμε. Ναι μάνα, γιατί; τι συμβαίνει; Γιατί γούρλωσες τα μάτια σου μανούλα μου;
-Τίποτα παιδί μου! Να, δεν άντεξες την πείνα σου και ήθελες λίγο γάλα. Το γάλα έχει ασβέστιο. Κάνει καλό και στα κόκκαλα. Για χορέψτε λίγο να σας χαρώ!
-Μάνα εμένα δεν με ρώτησες! Εγώ είδα τον Αποστόλη τον χτίστη. Μου έδωσε ένα ποτήρι νερό και με ρώτησε αν ήθελα και άλλο, είπε η Μαρίτσα.
-Εύγε! Εύγε τα κορίτσια μου! Τις καλύτερες τύχες θα έχετε και μετά θα πάρει σειρά και η Σταματώ μας. Ελάτε τώρα, για χορέψετε το «Μπέμπα πόσο έχεις μεγαλώσει» που μας αρέσει πολύ! είπε η μάνα που το μυαλό της είχε κολλήσει στο ποτήρι με το γάλα. ‘Η το φαρμάκι να πούμε καλύτερα.
Πόσο έχεις μεγαλώσει μπέμπα μπέμπα
Κι έχεις γίνει άλλη τόση
και κάνεις πια και μιζ αν πλι
Πόσο έχεις μεγαλώσει μπέμπα μπέμπα
Κι έχεις γίνει άλλη τόση
και κάνεις πια και μιζ αν πλι
Μάνα τι κατάλαβες από το όνειρο της Κοκκώνας; ρωτάει η κυρά Φανή την μάνα της, την κυρά Αγγέλα.
-Θα βγει το τυχερό της.
-Μάνα πες μου. Τι εξήγηση δίνεις;
-Ξέρω εγώ τα μελλούμενα;
-Ξέρεις να εξηγείς τα όνειρα μάνα. Μου έμαθες και εμένα. Το ποτήρι έπρεπε να ήταν νερό. Θα πάθει τίποτα η Κοκκώνα μας, μάνα;
-Στεναχώρια θα πάρουμε από το στεφάνι της Κοκκώνας. Ησύχασε όμως, το κορίτσι μας θα είναι γερό. Το ποτήρι με το γάλα το κράταγε το παλικάρι. Κρίμα. Αλλά αυτό ορίζει η μοίρα.
******************
-Κυρά Φανή, ζήτησα την ’Ηρα από τους γονείς της. Μου άρεσε από την πρώτη στιγμή που την είδα και θα την πάρω για γυναίκα μου. Με λένε Βαγγέλη και φτιάχνω παπούτσια. Θα κάνω δικό μου εργαστήριο και θα την έχω βασίλισσα. Θα σας τιμώ και σας σαν πραγματική οικογένειά μου, γιατί η ‘Ηρα από την αρχή μου είπε ότι είσαστε η άλλη της οικογένεια. Δώστε μας την ευχή σας!
*****************
-Καλησπέρα κυρά! Γκουχ! Γκουχ! Κυρά.. Γκουχ!
-Καλώς τον Γιωργή μας! ‘Ελα παιδί μου, πέρασε μέσα.
-Γκουχ! Κυρά…
-Τι συμβαίνει παιδί μου;
-Κυρά λυπάμαι. Γκουχ! Να ξέρεις πόσο πολύ λυπάμαι. Γκουχ! Γκουχ! Για άλλο λόγο ήρθα προχτές, γκουχ! αλλά καλύτερα να μην ξανάρθω. Γκουχ! Γκουχ! Δεν ήθελα γκουχ! να προσβάλω το σπιτικό σου. Γκουχ! Το κρύο που επέμενε τόσο καιρό, γκουχ! χειροτέρεψε.
>> Κοκκώνα πρέπει να γκουχ! διαλύσουμε τον αρραβώνα μας, γκουχ! Θα νοσηλευτώ στο <<Σωτηρία>>. Γκουχ! Γκουχ! Δεν μπορώ να ζητήσω Γκουχ! Γκουχ! να με περιμένεις. Γκουχ! Γκουχ! Γεια σας.
****************
Μόλις έπεσε το απόβραδο, ο Αποστόλης φορώντας το καλό του το κουστούμι, με μιά αγκαλιά λουλούδια στο ένα χέρι και ένα κουτί πάστες στο άλλο, συνοδευόμενος από τον πατέρα και την μητέρα του, χτύπησε το μπρούτζινο χεράκι στην πόρτα της κυρά Φανής.
-Κυρά Φανή, ζητάω το χέρι της κόρης σου της Μαρίτσας. Ξέρω ότι είναι μικρή αλλά μέχρι να χτίσω το σπίτι μας, θα’χει μεγαλώσει η Μαρίτσα και θα κάνουμε τον γάμο.
*****************************
Ο πρώτος γάμος του Αγγελή και της Λένας έγινε ανήμερα την Κυριακή του Πάσχα. Την επόμενη βδομάδα παντρεύτηκε ο Βαγγέλης με την ‘Ηρα. Οι οικογένειες χόρευαν, τραγουδούσαν και κερνούσαν τους καλεσμένους τους, που έδιναν ευχές στα νιόπαντρα ζευγάρια. Ανάμεσα σε όλα τα τραγούδια, την τιμητική του είχε το:
Σήμερα γά σήμερα γάμος γίνεται
σ’ ωραίο περιβόλι, σ’ ωραίο περιβόλι
Σήμερα από σήμερα αποχωρίζεται
η μάνα από την κόρη η μάνα από την κόρη
Τον επόμενο μήνα άλλος γαμπρός ζήτησε την Κοκκώνα. ‘Ηταν ο Χρήστος, γερό και καλό παιδί, αγρότης στο επάγγελμα, είχε και μια μικρή συρμαγιά. Από ένα κτηματάκι που είχε δικό του, έβγαζε λάδι και κρασί. Και η Κοκκώνα καλόπεσε. Ζήτημα χρόνου ήταν να παντρευτεί και αυτό το ζευγάρι, όπως και ο Αποστόλης με την Μαρίτσα που στο μεταξύ είχαν ξεκινήσει να χτίζουν το σπιτικό τους.
Μόνο ο καημένος ο Γιωργής ατύχησε. Και ήταν καλό παιδί ο δόλιος. Βλέπετε τον είχε χτυπήσει η φυματίωση και εκείνα τα χρόνια τα πράγματα γίνονταν σκούρα με τέτοιες συνθήκες. Σήμερα τα πράγματα είναι αλλιώς. Ευτυχώς, στις μέρες μας Όλα γιατρεύονται.
Τελικά όλα έγιναν όπως τα φανέρωσε η αρμυροκουλούρα. Για να ακριβολογούμε, όλα έγιναν όπως τα ύφανε η Κλοθώ, τα κανόνισε η Λάχεση και τα πραγματοποιεί η ’Ατροπος, οι τρεις μοίρες. Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον. Αλλά πάλι γιατί να ξεφύγουμε από το πεπρωμένο μας. Μπορούμε να τραγουδάμε, να χορεύουμε και να διασκεδάζουμε ενώ η Τύχη θα παίζει τα παιχνίδια της. Αν βιάζεστε να τα μάθετε, ζυμώστε μια αρμυροκουλούρα!
Αργυρώ Βουτσά