Μ. Βαρβιτσιώτης: Η Ελλάδα πια δεν επαιτεί στην Ευρώπη. Διεκδικεί και πετυχαίνει.
Οι διαπραγματεύσεις για τον Ευρωπαϊκό Προϋπολογισμό παραδοσιακά φέρνουν στην επιφάνεια τις διαφορετικές προσεγγίσεις μεταξύ των κρατών-μελών και αντανακλούν τα αντίθετα συμφέροντα μέσα στην Ένωση: των Βορείων και των Νοτίων, των «Φειδωλών» και των «Φιλόδοξων», των Visegrad και της «παλιάς Ευρώπης», των υποστηρικτών των «παραδοσιακών» και των «νεότερων» ευρωπαϊκών πολιτικών. Συνυπολογίζοντας μάλιστα ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, με την αποχώρησή του, έπαιρνε μαζί του 75 δις από τον συνολικό προϋπολογισμό, η διαπραγμάτευση αποτελούσε εξαρχής μια δύσκολη εξίσωση προς επίλυση.
Από την πλευρά της, η Ελλάδα επέστρεφε στα ευρωπαϊκά πράγματα όχι ως χώρα – πρόβλημα, αλλά ως χώρα με δημιουργικό ρόλο κι εποικοδομητική φωνή. Ως χώρα, που παρεμβαίνει για να συμβάλει θετικά στην εξεύρεση λύσεων κι εγγυάται τη σταθερότητα της περιοχής. Που οικοδομεί συμμαχίες και πείθει, χωρίς να υψώνει λαϊκίστικες κορώνες, για να την ακούσει το εσωτερικό της ακροατήριο. Που δουλεύει μεθοδικά, παρουσιάζει επιχειρήματα και μιλάει με στοιχεία.
Η πανδημία του κορωνοϊού περιέπλεξε ακόμη περισσότερο τις διαπραγματεύσεις. Για την ανάκαμψη των ευρωπαϊκών οικονομιών χρειαζόταν άμεση και ουσιαστική ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Ο Έλληνας Πρωθυπουργός ήταν από τους πρώτους που το ζήτησαν ρητά με επιστολή που συνυπέγραψε με άλλους οκτώ αρχηγούς κρατών τον Μάρτιο, βάζοντας στο τραπέζι την έκδοση «κορονο-ομολόγων» και άλλων κατάλληλων χρηματοδοτικών εργαλείων. Δύο μήνες αργότερα, η Ursula von der Leyen έκανε την ιστορική πρόταση για τη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης. Τα αντίθετα συμφέροντα έπρεπε να συμβιβαστούν για άλλη μία φορά.
Κι έτσι φτάσαμε στη Σύνοδο Κορυφής της 17ης Ιουλίου, όπου η Ευρωπαϊκή Ένωση έδωσε τη φιλόδοξη, γενναία κι ευέλικτη απάντηση που ζητούσαμε. Τόλμησε να κάνει μετά από δέκα χρόνια κρίσεων και αδράνειας το πρώτο σημαντικό βήμα προς τη δημοσιονομική της ενοποίηση και να εγκαινιάσει ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της.
4 μέρες και 4 νύχτες εντατικών διαπραγματεύσεων, για να κερδίσει επίσης η χώρα μας 72 δις από το πρωτοφανές πακέτο 1,82 τρις ευρώ. Μια αδιαμφισβήτητη εθνική επιτυχία, ένα πραγματικό “New Deal” για την Ελλάδα. Η Ευρωπαϊκή Συμφωνία ισοδυναμεί, σε απόλυτους αριθμούς, με τα τρία τελευταία ευρωπαϊκά πακέτα που έλαβε η χώρα. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει τη συμβολή τους στην εθνική οικονομία και την ελληνική κοινωνία τα τελευταία τριάντα χρόνια;
Τώρα πια είναι στο χέρι μας να αξιοποιήσουμε αυτή τη νέα μεγάλη ευκαιρία.
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει και τη γνώση και το σχέδιο και το όραμα για το νέο οικονομικό μοντέλο που θα αναμορφώσει την Ελλάδα και θα την πάει μπροστά. Και είναι αποφασισμένη να κατευθύνει τους πολύτιμους αυτούς πόρους που εξασφάλισε για τον ελληνικό λαό στην παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας, ώστε η χώρα να καταστεί οριστικά ένα σύγχρονο, ισχυρό και διεθνώς ανταγωνιστικό κράτος.
Η Ελλάδα πια δεν επαιτεί, αλλά διεκδικεί και πετυχαίνει.