Μ. Βαρβιτσιώτης: «H Διακήρυξη των Αθηνών είναι η μεγαλύτερη και η διαχρονικότερη παρακαταθήκη της Ελληνικής Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρώπης»
Την ετοιμότητα της Ελλάδας να συμβάλει στην επανέναρξη των συνομιλιών στο Κυπριακό εκφράζει ο Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης σε σημερινή του συνέντευξη στην εφημερίδα «Η Καθημερινή της Κυριακής» (εκδ. Κύπρου) και τον δημοσιογράφο Απόστολο Τομαρά.
Ο κ. Βαρβιτσιώτης τονίζει ότι η μόνη αποδεκτή βάση λύσης του Κυπριακού είναι αυτή που καθορίζεται από το διεθνές δίκαιο, τις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών και το κοινοτικό κεκτημένο, καθώς και ότι δε νοείται λύση του Κυπριακού χωρίς κατάργηση του αναχρονιστικού συστήματος των εγγυήσεων. “Σε κάθε περίπτωση, η Αθήνα στο Κυπριακό δεσμεύεται από τη γενική θέση ότι η Λευκωσία αποφασίζει και η Αθήνα συμπορεύεται”, προσθέτει.
Ο Αναπληρωτής Υπουργός περιγράφει επίσης κάτω από ποιες συνθήκες μπορεί να επαναληφθεί ο διάλογος Ελλάδας- Τουρκίας, την οποία περιγράφει ως τον “ταραξία της ευρύτερης περιοχής” και “ένα συνολικό ευρωπαϊκό πρόβλημα ασφάλειας”. Εκτιμά ότι τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί, αλλά δηλώνει ότι η Ελλάδα είναι προετοιμασμένη για όλα, ψύχραιμη, αποφασισμένη και ενισχυμένη διεθνώς ως παράγοντας σταθερότητας και περιφερειακής ασφάλειας.
Τέλος, ο κ. Βαρβιτσιώτης παρουσιάζει την παρακαταθήκη της Ελληνικής Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρώπης, που ολοκληρώνεται σε λίγες μέρες, και δηλώνει υπερήφανος γιατί “διακηρύξαμε ότι η Δημοκρατία, το Κράτος Δικαίου και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα δεν μπορούν να αποτελούν παράπλευρες απώλειες οποιασδήποτε υγειονομικής κρίσης. Ότι, ακόμη και σε συνθήκες ακραίων δοκιμασιών, στις Δημοκρατίες υπάρχουν κόκκινες γραμμές, που δεν μπορούμε να υπερβούμε”. Αυτές οι θέσεις αρχών αποτυπώθηκαν στη Διακήρυξη των Αθηνών, “τη μεγαλύτερη και διαχρονικότερη παρακαταθήκη της Προεδρίας μας”, όπως εξηγεί. Ο Αναπληρωτής Υπουργός αναφέρεται επίσης στο Παρατηρητήριο για τη μελέτη της Ιστορίας, το οποίο χαρακτηρίζει καινοτομία, που θα συμβάλει στην αντιμετώπιση των ιστορικών φανατισμών.
Ακολουθεί η συνέντευξη:
Μετά και την τελευταία έξοδο του Oruc Reis η προοπτική έναρξης ενός ελληνοτουρκικού διαλόγου έχει εξασθενήσει. Τι γίνεται από εδώ και πέρα;
Η τουρκική προκλητικότητα εδώ και καιρό έχει αγγίξει πρωτόγνωρα επίπεδα κλιμάκωσης σε επίπεδο τόσο ρητορικής όσο και επιθετικών ενεργειών. Το άνοιγμα των Βαρωσίων ήταν μία τέτοια ενέργεια. Παράλληλα, η Τουρκία αποτελεί τον ταραξία της ευρύτερης περιοχής, έχοντας εμπλακεί στρατιωτικά σε όλα σχεδόν τα ενεργά πολεμικά μέτωπα. Έτσι, η Τουρκία αποτελεί σήμερα ένα συνολικό ευρωπαϊκό πρόβλημα ασφάλειας. Ωστόσο, η Ελλάδα δε χάνει ούτε την ψυχραιμία ούτε την αποφασιστικότητά της. Ακούραστα χτίζουμε ένα ευρύ δίκτυο συμμαχιών με όλους τους κρίσιμους γεωστρατηγικούς παίκτες, για να προβάλουμε τις ελληνικές θέσεις. Συνομιλούμε με όλους και ενισχύουμε την αξιοπιστία μας ως παράγοντα σταθερότητας και περιφερειακής ασφάλειας διεθνώς. Παράλληλα, έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στις Ένοπλες Δυνάμεις μας, που αποδεικνύουν εδώ και καιρό στην πράξη και με αυταπάρνηση το αξιόμαχό τους. Πέρα από αυτά, είναι σημαντικό το εθνικό μέτωπο να παραμείνει αρραγές.
Το ενδεχόμενο ενός επεισοδίου πιστεύετε ότι αποτελεί υπαρκτή απειλή;
Οι σχέσεις μας με την Τουρκία βρίσκονται πράγματι σε κρίσιμο σημείο. Πρόκειται για την πλέον παρατεταμένη και σοβαρή κρίση μεταξύ των χωρών μας τις τελευταίες δεκαετίες. Τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί και για όλα είμαστε προετοιμασμένοι. Η Ελλάδα πιστεύει στην ισχύ της διπλωματίας και όχι των όπλων. Όπως και όλα τα πολιτισμένα κράτη, που δεν εξακολουθούν να είναι προσκολλημένα στις πρακτικές του 18ου αιώνα, όταν δεν υπήρχε το διεθνές δίκαιο. Όμως, αν τα κυριαρχικά μας δικαιώματα τεθούν υπό αμφισβήτηση, να είστε βέβαιοι ότι δε θα το σκεφτούμε ούτε για να τα διαπραγματευτούμε ούτε να τα εκχωρήσουμε.
Επειδή ακούγονται διάφορες απόψεις, για την ελληνική κυβέρνηση είναι ξεκάθαρο πως το μοναδικό θέμα με την Τουρκία είναι οι θαλάσσιες ζώνες;
Αν τελικά επανεκκινήσει ο ελληνοτουρκικός διάλογος που έμεινε στη μέση το 2016, θα χρειαστεί να εξετάσουμε με ποιους όρους θα γίνει αυτό. Και πρωταρχικό πεδίο συμφωνίας θα πρέπει να είναι το αντικείμενο. Για την Ελλάδα, λοιπόν, η διαφορά εστιάζεται στην οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών και δεν επεκτείνεται σε ευρύτερα θέματα ούτε σε μονομερείς διεκδικήσεις, που η Τουρκία βαφτίζει «διμερείς διαφορές», προκειμένου να εξυπηρετήσει τα αναθεωρητικά της σχέδια.
Η πρώτη συνάντηση Αναστασιάδη – Τατάρ επιβεβαίωσε το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στις δυο πλευρές. Η Ελλάδα είναι έτοιμη να πάει σε μια πενταμερή;
Η βάση διαπραγμάτευσης και λύσης του Κυπριακού προσδιορίζεται με σαφήνεια από τις Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, οι οποίες προβλέπουν λύση Διζωνικής, Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, και βέβαια το κοινοτικό κεκτημένο, καθώς η Κύπρος είναι κράτος-μέλος της ΕΕ.
Όπως γνωρίζετε, η Ελλάδα υποστηρίζει πλήρως τις προσπάθειες του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών για την επίλυση του Κυπριακού, το οποίο, άλλωστε, είναι μείζον εθνικό θέμα. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα έχει κατ’ επανάληψη εκφράσει την ετοιμότητά της να ανταποκριθεί και να συμβάλει σε κάθε προσπάθεια του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών για την επανάληψη της διαπραγματευτικής διαδικασίας. Βεβαίως, η τουρκική παραβατική συμπεριφορά στις κυπριακές θαλάσσιες ζώνες και στο έδαφος της Κύπρου, και ειδικότερα το άνοιγμα της παραλιακής ζώνης των Βαρωσίων, δε βοηθάει στις προσπάθειες αυτές.
Στο κομμάτι των εγγυήσεων με δεδομένη τη θέση της Τουρκίας για διατήρηση τους η Ελλάδα τι προτίθεται να πράξει;
Η θέση της Ελλάδας στο ζήτημα αυτό είναι σαφής και σταθερή: δεν νοείται λύση του Κυπριακού χωρίς την κατάργηση του αναχρονιστικού και μη-βιώσιμου συστήματος των Εγγυήσεων και των δικαιωμάτων επέμβασης τρίτων στις κυπριακές υποθέσεις, το οποίο είναι ασυμβίβαστο με ένα σύγχρονο ανεξάρτητο κράτος.
Προσπάθεια αλλαγής της βάσης λύσης του Κυπριακού που είναι η Ομοσπονδία τι μπορεί να σημαίνει για την Ελληνική πλευρά;
Είναι γεγονός ότι, τα προηγούμενα χρόνια, η Τουρκία επιχείρησε να προωθήσει την ιδέα εναλλακτικών δήθεν «λύσεων» για το Κυπριακό, με σκοπό την απομάκρυνση από το ισχύον διαπραγματευτικό πλαίσιο- χωρίς επιτυχία.
Μόνη αποδεκτή βάση και πλαίσιο των συνομιλιών για τον ΟΗΕ, υπό την αιγίδα του οποίου τελούν οι διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπρακού, τα κράτη-μέλη του, την Ευρωπαϊκή Ένωση και φυσικά την Ελλάδα είναι η διεθνής νομιμότητα, όπως αυτή καθορίζεται από το Διεθνές Δίκαιο και τις οικείες Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.
Σε κάθε περίπτωση, η Αθήνα στο Κυπριακό δεσμεύεται από την γενική θέση ότι η Λευκωσία αποφασίζει και η Αθήνα συμπορεύεται.
Η Ελλάδα παραδίδει την προεδρία σε μια περίοδο που η Ευρώπη δέχεται επίθεση από το ριζοσπαστικό Ισλάμ. Πώς θα πρέπει να αντιμετωπίσει το θέμα αυτό η Ευρώπη;
Πράγματι, οι θρησκευτικοί φονταμενταλισμοί έρχονται και πάλι στην επιφάνεια με ιδιαίτερη ένταση και μας προβληματίζουν πολύ. Όμως, οι αποτρόπαιες πράξεις τυφλής βίας, όπως αυτές στη Γαλλία και την Αυστρία, είναι απολύτως καταδικαστέες. Η μισαλλοδοξία και η ρητορική μίσους, που ακούμε ακόμη και από ηγέτες κρατών δεν έχουν θέση στον 21ο αιώνα. Ούτε στις ανοιχτές κοινωνίες της Ευρώπης. Μιας Ευρώπης ταυτισμένης στη συλλογική συνείδηση με τον σεβασμό όλων των θρησκευτικών αντιλήψεων, την ελευθερία έκφρασης και την ανοχή στη διαφορετικότητα. Αυτές τις κορυφαίες αξίες της η Ευρώπη θα συνεχίσει να τις υπερασπίζεται αδιαπραγμάτευτα, συντονισμένα, ενωμένα, προστατεύοντας τους πολίτες της και τον πολιτισμό της.
Πώς η Ευρώπη θα πρέπει να αντιμετωπίσει το δεύτερο κύμα της πανδημίας χωρίς να επηρεάζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα;
Θα πρέπει να πάρει και πάλι δύσκολες αποφάσεις. Να βρει τη χρυσή τομή ανάμεσα στο να προστατεύσει την ανθρώπινη ζωή και παράλληλα να εξασφαλίσει ότι οι μηχανές της οικονομίας δε θα παγώσουν. Αν δεν διδαχθούμε από όσα μάθαμε στο πρώτο κύμα, είναι βέβαιο ότι θα αποτύχουμε.
Κατ’ αρχάς, όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πρέπει να εξασφαλίσουν ότι ο στενός πυρήνας των θεμελιωδών δικαιωμάτων θα μείνει απαραβίαστος. Κι ότι, εάν χρειαστεί να τα περιορίσουμε, οι περιορισμοί θα είναι οι απολύτως αναγκαίοι, αναλογικοί και θα επανεξετάζονται διαρκώς. Επίσης, θα πρέπει να δημιουργήσουμε τους κατάλληλους μηχανισμούς, για να μην ξαναδούμε φαινόμενα κατάχρησης κυβερνητικής εξουσίας, όπως την προηγούμενη φορά ακόμη και σε ορισμένα κράτη στην καρδιά της Ευρώπης. Και, τέλος, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα fake news και τις αντι-επιστημονικές θεωρίες, προτού θρέψουν το τέρας του λαϊκισμού και στοιχίσουν ανθρώπινες ζωές.
Ποια η παρακαταθήκη που αφήνει η προεδρία της Ελλάδας στο Συμβούλιο της Ευρώπης;
Η Ελληνική Προεδρία ήταν μια μεγάλη πρόκληση για όλους μας εξαιτίας των περιορισμών που έθεσε η πανδημία. Τολμώ, όμως, να πω με περηφάνια ότι τη μετατρέψαμε σε ευκαιρία. Ευκαιρία να αναδείξουμε και πάλι τις αρχές και τις αξίες του Συμβουλίου υπό ένα νέο πρίσμα: αυτό της ενίσχυσής τους σε περιόδους κρίσεων. Διακηρύξαμε, λοιπόν, ότι η Δημοκρατία, το Κράτος Δικαίου και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα δεν μπορούν να αποτελούν παράπλευρες απώλειες οποιασδήποτε υγειονομικής κρίσης. Ότι, ακόμη και σε συνθήκες ακραίων δοκιμασιών, στις Δημοκρατίες υπάρχουν κόκκινες γραμμές, που δεν μπορούμε να υπερβούμε. Θέσαμε ακόμη επιτακτικά το ζήτημα της προστασίας των πλέον ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και στηλιτεύσαμε το στιγματισμό και την περιθωριοποίησή τους. Κι έπειτα, προχωρήσαμε ένα βήμα παραπέρα και αποφασίσαμε όλες αυτές τις θέσεις αρχών που εκφράσαμε να τις αποτυπώσουμε σε ένα ενιαίο κείμενο, τη Διακήρυξη των Αθηνών. Αυτή είναι, θα λέγαμε, και η μεγαλύτερη και διαχρονικότερη παρακαταθήκη της Προεδρίας μας. Ένας πλοηγός, που θα βοηθήσει τις επόμενες γενιές να αποφύγουν τα αχαρτογράφητα νερά, στα οποία εμείς πορευτήκαμε.
Και, φυσικά, είναι και το Παρατηρητήριο για τη Μελέτη και τη Διδασκαλία της Ιστορίας, μία ακόμη κληρονομιά της Ελληνικής Προεδρίας, για την οποία είμαστε περήφανοι και ελπίζουμε να χρησιμεύσει στις νέες γενιές.
Πόσο σημαντική είναι η σύσταση ενός ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για την Ιστορία;
Το Παρατηρητήριο για τη Μελέτη και τη Διδασκαλία της Ιστορίας είναι μια καινοτομία, που φιλοδοξούμε ότι θα συμβάλει σημαντικά στην αντιμετώπιση των ιστορικών φανατισμών, από τους οποίους τόσο έχει υποφέρει η Ευρώπη. Αλλά και στην Ελλάδα, όπως και στην Κύπρο, ξέρουμε πολύ καλά τι θα πει ο γείτονάς σου να εμμένει σε παραχαραγμένες ιστορικές αλήθειες, για να εξυπηρετήσει τα αλυτρωτικά του σχέδια.
Εν προκειμένω, το Παρατηρητήριο θα είναι πολιτικά ουδέτερο και, μέσα από την καταγραφή των δεδομένων, θα συμβάλει στην οικοδόμηση της δημοκρατικής συνείδησης και της ιστορικής γνώσης των νέων γενεών. Πεποίθησή μου ήταν πάντα ότι η μελέτη της Ιστορίας δεν πρέπει να διχάζει τους λαούς, αλλά να τους ενώνει. Να οδηγεί σε συγκλίσεις και όχι σε συγκρούσεις. Να δημιουργεί πολίτες ενήμερους, με συνείδηση των ιστορικών τους καταβολών, αλλά χωρίς φοβικά σύνδρομα για μια διαφορετική ανάγνωση της ιστορίας. Τέτοιοι πολίτες ελπίζουμε ότι θα εκπαιδεύονται στην Ευρώπη μετά την καθιέρωσή του.