Βασιλεύς ή στρατιώτης, πλούσιος ή πένης….»
Γράφει ο Λυκούργος Χατζάκος
Με τον θάνατο του Βασιλέως Κωνσταντίνου, του πρώην αρχηγού του Ελληνικού κράτους, κλείνει ένα κεφάλαιο της μεταπολεμικής ιστορίας μας.
Ανεξάρτητα από την άποψη την οποία έχει ο καθένας μας, σχετικά με την στάση του Ελληνικού θρόνου και του παλατιού, εν γένει, στην ιστορία, της χώρας, το πολίτευμα της Ελλάδας από την ίδρυση του νέου Ελληνικού Κράτους μέχρι και το 1974, ήταν Βασιλευομένη Δημοκρατία και προφανώς, ηγείτο Βασιλεύς.
Αυτό, μέχρι την 1η Ιουνίου 1973, όταν η δικτατορική κυβέρνηση μετά το «κίνημα του ναυτικού» κατήργησε την Βασιλεία και επέβαλλε ως Πολίτευμα την Προεδρική Δημοκρατία. Καμία πολιτική δύναμη δεν αποδέχθηκε την πράξη αυτή, όπως και το δημοψήφισμα (ΝΑΙ—ΟΧΙ, για όσους θυμούνται) το οποίο ακολούθησε, επειδή διεξήχθη από μία κυβέρνηση η οποία δια των όπλων, πραξικοπηματικά και συνεπώς, παρανόμως είχε υφαρπάξει την εξουσία.
Έτσι, η Κυβέρνηση Καραμανλή ανακοίνωσε την διεξαγωγή νέου δημοψηφίσματος το οποίο πραγματοποιήθηκε την 8η Δεκεμβρίου 1974 στο οποίο ο κυρίαρχος λαός με ποσοστό 69,18%, επέλεξε ως Πολίτευμα της χώρας την Προεδρευομένη Δημοκρατία.
Είναι γεγονός ότι το Παλάτι έχει ευθύνη για πολλά από τα δεινά της χώρας και για την πολιτική αστάθεια η οποία επικρατούσε τα προδικτατορικά χρόνια. Όπως σε κάθε πτυχή, σε κάθε πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας τα πράγματα δεν είναι μονοσήμαντα, δεν είναι όλα «άσπρο ή μαύρο» έτσι και η υπόθεση της βασιλείας στην Ελλάδα έχει διαφορετικές εκφράσεις.
Ο παρατηρητής, εύκολα διακρίνει τι συνέβαινε όταν Παλάτι και πολιτική ηγεσία –ειδικότερα η κυβέρνηση-, συμβιούσαν σε σύμπνοια (π.χ. Γεώργιος ο Β΄ και Ελευθέριος Βενιζέλος), από τις στιγμές εκείνες που στην σχέση αυτή εμφανίζονταν αδιέξοδα με χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό του Κωνσταντίνου Β΄ και πάλι με τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Ένα παράδειγμα της ασυναρτησίας που είχε ως αποτέλεσμα η σύγκρουση Παλατιού και Κυβερνήσεως, είναι αυτό το οποίο εμφανίσθηκε από την σύγκρουση του Κωνσταντίνου με τον Γεώργιο Παπανδρέου, όταν ο τελευταίος ήθελε να αναλάβει το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας (με τα γνωστά επακόλουθα και την επιβολή της δικτατορίας). Ακόμη, πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, στην Συνταγματική αναθεώρηση του ΄54, είχε ως πρόθεση τον δραστικό περιορισμό των εξουσιών του Μονάρχη, όμως, σε αυτό δεν βρήκε υποστηρικτές μεταξύ των άλλων κοινοβουλευτικών πολιτικών δυνάμεων.
Όμως η ιστορική αναφορά παρέλκει στο παρόν κείμενο. Εκείνο, το οποίο ο συντάκτης του θέλει να καταθέσει στον δημόσιο διάλογο είναι το εξής: Πρέπει να σταματήσουμε ως πολίτες να ενδίδουμε στις κάθε είδους φοβίες. Ο πρώην (και όχι «τέως» όπως λανθασμένα έχει επικρατήσει) βασιλέας έχει κριθεί από τους πολίτες και θα κριθεί έτι περεταίρω από τον ιστορικό του μέλλοντος.
Ακούγονται φωνές ότι «δεν ήταν Έλληνας». Μα αν κάποιος το ισχυρισθεί αυτό, αποκλείει αυτομάτως όλους όσους προσφεύγουν στην χώρα μας προσδοκώντες μία ασφαλή και αξιοπρεπή διαβίωση. Αποκλείει την κτήση ελληνική ιθαγένειας σε εκατοντάδες πρόσφυγες ή μετανάστες και δικαιώνει εκείνους οι οποίοι προκαλούν θόρυβο με τις άναρθρες κραυγές τους όταν ένας μαθητής αλλοδαπός, επειδή έχει καλλίτερη επίδοση στα μαθήματά του αναλαμβάνει να σηκώσει την σημαία.
Είναι αλήθεια ότι η ανωριμότητα του Κωνσταντίνου και η συμπεριφορά της μητέρας του αμαύρωσαν την μικρή (3ετη περίπου) περίοδο της βασιλείας του -η οποία ειρήσθω εν παρόδω έλαβε χώρα σε άκρως ταραγμένες και ασταθείς πολιτικά στιγμές- και ουσιαστικά απέκλεισαν κάθε προοπτική παλινόρθωσης της μοναρχίας. Όμως, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι αποτελούν ένα υπαρκτό κομμάτι της Ιστορίας μας.
Δηλαδή, πρόκειται για πραγματικά γεγονότα και ατυχώς, το κακό με την πραγματικότητα –σε περιπτώσεις όπως αυτή-, είναι ότι υπάρχει. Δεν ωφελεί ο στρουθοκαμηλισμός, αλλά και δεν μας αξίζει η μικροψυχία και η κακότητα. Η Δημοκρατία μας είναι σταθερή και ισχυρή (αποδείχθηκε στην διάρκεια της δημοσιονομικής κρίσης). Δεν κινδυνεύει από κανέναν.
Ας παύσουν, λοιπόν τα χλευαστικά, υβριστικά σχόλια. Ο θάνατος εμπεριέχει μία ιερότητα και ενώπιόν του οφείλεται σεβασμός και αναστοχασμός. Ας αφήσουμε λοιπόν τον Κωνσταντίνο να κάνει το τελευταίο του ταξίδι όπως αρμόζει και στον θανόντα και σε εμάς που θέλουμε να συγκαταλεγόμαστε στους πολιτισμένους ανθρώπους. Γιατί αν δεν σεβόμαστε ένα κομμάτι της Ιστορίας μας, αν τα πολιτικά πάθη υπερβάλλουν το δέος του θανάτου, τότε ποιόν σεβασμό θα επιδείξουμε πρωτίστως, έναντι του εαυτού μας. Τα λοιπά, παρέλκουν…