Νίκος Βουρλιώτης: Εμείς ήμασταν η γενιά η οποία «έφαγε πολύ ξύλο»
Τη δεκαετία του ‘90 αν ήθελες να έχεις γαλόνια στη μουσική σκηνή της Αθήνας, έπρεπε να έχεις κάνει το αγροτικό σου στα δισκοπωλεία Metropolis. Στην οδό Πανεπιστημίου στην Ομόνοια, στο δεύτερο της Πανεπιστημίου, που είχε και βινύλια στο υπόγειο, στον Πειραιά, ακόμα και στην πιο boutique έκδοση, στην οδό Τσακάλωφ, στο Κολωνάκι. Εκεί με βρήκε το φθινόπωρο του ‘97 (σε ένα μικρό break από τις σπουδές μου στο Λονδίνο), σε μια αποθήκη να «κλείνω CD», μια απίστευτη αντικλεπτική ιδέα η οποία ήταν τόσο αποτελεσματική που ούτε ο ίδιος ο αγοραστής δεν μπορούσε να ανοίξει το CD χωρίς να καταστρέψει τη θήκη του! «Άντε ρε που θέλεις να είσαι και υπεύθυνος στο dance και soul τμήμα, στην αποθήκη πρώτα να μάθεις να κλείνεις CD» φώναζε ο εμβληματικός υπεύθυνος του καταστήματος στο Κολωνάκι, ο Γιώργος Μαούνης (μια απίστευτη larger than life περσόνα, πρώην DJ). Ο Μαούνης ήταν εκείνος που μου ανέφερε για πρώτη φορά το όνομα Νίκος Βουρλιώτης (γνωρίζονταν από την εποχή που ο NiVo δούλευε στα Metropolis): «Πήγαινε σε κάνα party του στο Folie να μάθεις λίγη μπαλίτσα, αγοράκι μου…» μου έλεγε γελώντας χαρακτηριστικά. FFWD στις αρχές του 2020, προ Covid-19, όπου γνώρισα τον Νίκο στα γραφεία της δισκογραφικής Cobalt Music, μιλήσαμε για Ραπ, για Spotify, για τον Μαούνη και πολλά ακόμη και είπαμε να κάνουμε τη γνωριμία μας συνέντευξη για την Athens Voice.
Πώς βιώνεις την πρωτοφανή κατάσταση που ζει ο πλανήτης; Για μένα ενδεικτικό της σουρεαλιστικής κατάστασης που ζούμε, είναι η πτώση της τιμής του πετρελαίου σε επίπεδα κάτω του μηδενός! Θα έχουμε να λέμε δηλαδή πως ζήσαμε την εποχή που κάποιος σε πλήρωνε για να σου δώσει ένα βαρέλι πετρέλαιο!
Ας ευχηθούμε ότι σύντομα δεν θα μπορούν ούτε να σε πληρώσουν για να πάρεις ένα βαρέλι πετρέλαιο και θα περάσουμε σε βιώσιμες λύσεις. Όσον αφορά την κρίση με τον κορωνοϊό, είναι χαρακτηριστικό ότι οι ΗΠΑ έχουν μέσα σε δύο μόνο μήνες περισσότερους νεκρούς από τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Συνειδητοποιώντας αυτά τα μεγέθη καταλαβαίνουμε πόσο μεγάλη είναι η απειλή για την ανθρωπότητα.
Πέρα από την υγειονομική απειλή και σε ό,τι αφορά την οικονομική κρίση που έφτασε, κάτι που μου προκαλεί αλγεϊνή εντύπωση είναι πως προβεβλημένες εταιρίες-πρότυπα, «success stories», από τις πρώτες κιόλας εβδομάδες των μέτρων απέλυαν εργαζόμενους, δήλωναν αδυναμία και ζητούσαν στήριξη, αντί να στηρίζουν τους ανθρώπους τους πάση θυσία. Να τα θυμόμαστε αυτά μετά. Τέλος, ένα πολύ ανησυχητικό θέμα για εμένα είναι ότι πλήττεται ο πολιτισμός.
Φυσικά υπάρχουν και κάποια καλά τα οποία προέκυψαν μέσα στην κρίση, όπως η τηλε-εργασία, η σύσφιξη οικογενειακών σχέσεων, ο κόσμος άρχισε να περπατάει, να κάνει ποδήλατο, να μαγειρεύει. Μακάρι να κρατήσουμε τα καλά και μετά.
Ξεκίνησες ως DJ αρχικά. Πώς μπήκες σε όλο αυτό; Από τους πρώτους δίσκους των Goin’ Through οι μαύρες επιρροές είναι ξεκάθαρες, από Cymande και Brothers On The Slide μέχρι Soul II Soul, Jazz Funk, Acid Jazz και Trip Hop.
Τo τεράστιο πάθος μου για τη μουσική δημιούργησε την ανάγκη να τη μοιράζομαι με τον κόσμο. Έτσι γίνεσαι DJ. Αργότερα αυτό το πάθος μαζί με την ανάγκη της έκφρασης με οδήγησαν και μπροστά από τα πλατό.
Όλες οι επιρροές μου έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό που περιγράφεται από την αυθεντικότητά τους. Έχω ψαχτεί πάρα πολύ: Οι θείοι μου ήταν ναυτικοί, μου έφερναν συνέχεια δίσκους από Αμερική κι εγώ μελετούσα τα πάντα σχετικά με τις λεπτομέρειες, τους συντελεστές και την παραγωγή. Κατέβαινα στα δισκάδικα στο κέντρο της Αθήνας -θυμάμαι τον Ζαχαρία, το Δισκάδικο της Νικολέτας στην οδό Αθηνάς και τον Σούλη στον Πειραιά- και χάζευα δίσκους με τις ώρες. Κάπως έτσι διαμορφώθηκε η γνώση και η μουσική μου παιδεία.
Παράλληλα και μεγαλώνοντας στην Αγία Βαρβάρα, ένιωθα ότι είχα κοινές προσλαμβάνουσες παραστάσεις με τον κόσμο της μαύρης μουσικής. Έτσι συνδέθηκα μαζί του και τον αγάπησα πολύ.
Το όνομα Νίκος Βουρλιώτης το πρωτοάκουσα τη δεκαετία του ‘90 από τα θρυλικά parties τα οποία διοργάνωνες στο Folie. Πες μας λίγο για αυτά τα parties. Πότε ξεκίνησαν και πότε σταμάτησαν, τι μουσική έπαιζες εκεί; Ποιος ήταν ο χάρτης των Clubs της Αθήνας εκείνη την εποχή; Ποια ήταν τα spots που απλά έπρεπε να έχεις πάει;
Τα parties στο Folie ξεκίνησαν στα μέσα των 90s παίζοντας Hip Hop & RnB Δευτέρα και Πέμπτη σταθερά για αρκετά χρόνια. Σύντομα έγιναν σημείο αναφοράς και συγκέντρωσαν κόσμο όχι μόνο από την Αθήνα, αλλά από ολόκληρη την Ελλάδα και από το εξωτερικό. Μετά ήρθαν parties στα μεγάλα clubs της εποχής όπως τα Ιnterni, Akrotiri, Balux, Venue, Villa Mercedes, Cinema, Lido & Hotel Θεσσαλονίκης.
Στη δεκαετία των 90s ζήσαμε κάτι, δυστυχώς ανεπανάληπτο: ακόμα και Δευτέρα βράδυ δεν έπεφτε καρφίτσα στα μαγαζιά. Ερχόταν κόσμος από το εξωτερικό για να ζήσει το nightlife που προσέφερε η Ελλάδα. Όποιος έζησε αυτόν τον πανικό, το θυμάται με τεράστια νοσταλγία – κι ας πληρώνουμε ακόμα τα χρέη και τις υπερβολές εκείνης της εποχής.
Σε μια συζήτηση που είχαμε πρόσφατα μου είπες ότι ακούς Griselda και ότι σου αρέσει πολύ το ότι έχουν αυτό το oldschool στοιχείο, άλλα δοσμένο με μια σύγχρονη αισθητική. Τι άλλο ακούς τελευταία από ραπ και τι από άλλα είδη; Πώς έχει αλλάξει ο δικός σου ήχος ανά τα χρόνια και πώς θα τον χαρακτήριζες το 2020;
Συνεχίζω να ακούω τα παλιά old school πράγματα που αγαπώ ξεχωρίζοντας παραγωγούς όπως οι Premier, Kanye West, Pharell, Madlib, Q Tip, Scott Torch, Dre και άλλους με αγαπημένους MCs τους Nas, Biggie, 2Pac, Snoop, Slick Rick, Nipsey Hussle, 50, Kendrick Lamar, J Cole αλλά και σύγχρονους καλλιτέχνες με χαρακτήρα όπως ο Travis Scott, Designer, Post Malone, Tory Lanez, The Weeknd, και ευρωπαίους όπως ο Stormzy, Ο Shindy κι ο Capital Bra.
Σίγουρα με έχουν επηρεάσει οι νέες τάσεις μουσικά, αλλά είμαι too fuckin’ old να μιλάω για drugs και «πουτάνες», το θεωρώ φτηνό και εύκολο. Εκτιμώ τους καλλιτέχνες με βάθος που έχουν να πουν και κάτι πέρα από αυτά.
Βινύλιο αγοράζεις ακόμη; Αν ναι, από πού; Online ή πας για digging και σε δισκάδικα; Τις εποχές του Folie από πού αγόραζες δίσκους;
Δεν αγοράζω γιατί δεν έχω πια πού να τα βάλω. Τις εποχές του Folie αγόραζα τους δίσκους μου από το Metropolis στην Πανεπιστημίου, που δούλευα για μια εξαετία, αλλά και online από Αγγλία, από Γερμανία και Αμερική.
Ξέρω ότι παρακολουθείς το νέο κύμα του ραπ στην Ελλάδα. Ποια είναι η γνώμη σου και ποιους καλλιτέχνες ξεχωρίζεις; Πώς συγκρίνεται αυτή η περίοδος άνθισης του ραπ στην Ελλάδα με εκείνη από τα τέλη της δεκαετίας του ‘90 και των αρχών του 00s;
Μου αρέσει πάρα πολύ που βλέπω ότι ο δρόμος είναι ανοιχτός για τους καλλιτέχνες της ραπ σήμερα. Τους ζηλεύω πολύ που έχουν βρει πρόσφορο έδαφος. Νιώθω ότι εμείς ήμασταν η γενιά η οποία «έφαγε πολύ ξύλο», αν και θέλω να πιστεύω ότι βοηθήσαμε να ανοίξει ο δρόμος.
Ξεχωρίζω αρκετούς από τους νέους καλλιτέχνες όπως τους Snik, Mente Fuerte, FY, Iceyung, Wisher, Vlospa και άλλους πολλούς. Υπάρχει πολύ ταλέντο στο ελληνικό hip hop.
Ας μου επιτραπεί όμως και η κριτική: Γενικώς ήλπιζα να δω περισσότερη αυθεντικότητα, και δεν εννοώ μόνο σχετικά με τη μουσική. Εμείς ήμασταν πάντα οι εαυτοί μας και δεν παίζαμε κάποιον ρόλο. Ήθελα επίσης να δω περισσότερη δημιουργικότητα, αλλά το κυριότερο, κάποιο βάθος. Κι εμείς συμβιβαστήκαμε και κάναμε εμπορικά τραγούδια και στη συνέχεια κάναμε follow-up με κομμάτια που είχαν κοινωνική διάσταση όταν είχαμε τα φώτα πάνω μας.
Μας συνδέει και κάτι ακόμα εκτός από τη μουσική, είμαστε και οι δυο πολύ Ολυμπιακοί. Θα μου πεις την αγαπημένη σου ενδεκάδα όλων των εποχών; Εγώ, ας πούμε, θα ξεκινούσα με το Γιώργο Μίρτσο κάτω από τα δοκάρια!
Η αγαπημένη μου ομάδα ήταν εκείνη των Τζιοβάνι – Ριβάλντο. Ήταν πάνω απ’ όλα ομάδα η οποία είχε και τα αστέρια της να λειτουργούν άψογα μαζί, κάτι το οποίο δεν ισχύει συνήθως για τις ιδανικές ενδεκάδες. Αυστηρά σε συνθήκες εργαστηρίου θα παρατάξω τους Σαργκάνη, Καρεμπέ, Μουράτη, Τζόρτζεβιτς, Δεληκάρη, Ντέταρι, Αναστόπουλο, Σιδέρη, Προτάσοφ, Ριβάλντο, Τζιοβάνι με προπονητή τον Ερνέστο Βαλβέρδε.
Δυστυχώς αυτή η κρίση έχει πλήξει και το ποδόσφαιρο, αλλά πόσο μας λείπει αλήθεια; Μήπως είναι αυτή μια ευκαιρία να αλλάξουν κάποια πράγματα προς το καλύτερο;
Ασχολείσαι και με την πολιτική από όσο ξέρω σε τοπικό επίπεδο. Πώς αποφάσισες να μπεις σε έναν τέτοιο χώρο, που ειδικά στην Ελλάδα έχει τόσες πολλές «ιδιαιτερότητες»; Υπάρχει ο χώρος στην τοπική αυτοδιοίκηση για μια πιο «αγνή» πολιτική που να έχει στο επίκεντρό της τους πολίτες;
Δεν μπήκα τώρα, ήμουν πάντα ενεργός πολίτης, πάντα προσέφερα στην Αγία Βαρβάρα όπως μπορούσα. Είναι αποκρουστική για εμένα η έννοια του σελέμπριτι πολιτικού όταν είναι συναλλαγή τύπου πάρε ψήφους – δώσε καρέκλα. Πριν αποδεχθώ την πρόταση, ζήτησα και πήρα τη διαβεβαίωση ότι θα μπορώ να προσφέρω ουσιαστικά. Mου δόθηκε η ευκαιρία να μπορώ να κάνω πράγματα μέσα από έναν θεσμικό ρόλο, αυτόν του αντιδημάρχου πολιτισμού, αθλητισμού, υπεύθυνο για την τοπική δημοκρατία, τον ψηφιακό Δήμο, τις ηλεκτρονικές εφαρμογές και τη νέα επιχειρηματικότητα. Είναι ένας ρόλος που μου ταιριάζει, όπου νιώθω ότι μπορώ να προσφέρω πολλά.
Υπάρχει χώρος και αγνή πολιτική όταν έχεις δημάρχους σαν τον δικό μας. Ο Λάμπρος Μίχος δεν είναι μόνο ο καλύτερος δήμαρχος που έχει περάσει ποτέ από την Αγία Βαρβάρα. Είναι και ο Δήμαρχος που συσπειρώνει τους δημότες και αξιοποιεί με τον καλύτερο τρόπο τους συνεργάτες του για το καλό του Δήμου.
Τι έρχεται για το NiVo το επόμενο διάστημα; Ξέρω ότι υπάρχει ένα single που θα βγει άμεσα, υπάρχει πλάνο για κάποιο άλμπουμ;
Πάντα υπάρχει ένα single, πάντα υπάρχει κάποιο άλμπουμ, πάντα υπάρχει μια ταινία. Ετοιμάζονται νέα tracks Goin’ Through και σκέφτομαι για πρώτη φορά να κάνω ένα προσωπικό άλμπουμ θέλοντας να εκφραστώ με κάπως πιο προσωπικό και ιδιαίτερο τρόπο.
Παράλληλα μαζί με το Μιχάλη τον Παπαθανασίου, ενεργοποιήσαμε ξανά τη δισκογραφική μας εταιρεία Family the Label, όπου εμείς και οι φίλοι και συνεργάτες μας κάνουμε καλή μουσική.
Υπάρχει ιδιαίτερη σχέση με τον Ισορροπιστή και τον Dj Rico, αλλά και αλληλοεκτίμηση με τον Καταχθόνιο από ΖΝ, τον οποίο θεωρώ έναν από τους πιο ώριμους καλλιτέχνες στον χώρο μας και έχουμε ξεκινήσει μια πολλά υποσχόμενη συνεργασία με γνώμονα τη μουσική, μακριά από ίντριγκες, κόντρες και άλλες μ@λ@κίες.
πηγή: athensvoice.gr