Νάντια Γιαννακοπούλου: Να τα αλλάξουμε όλα, αυτό είναι το χρέος μας
O χρόνος κυλάει αμείλικτα. Ήδη βρισκόμαστε στο μέσον περίπου της Κυβερνητικής θητείας και όλα μοιάζουν πολιτικά παγωμένα. Παρά την περιπέτεια της πανδημίας και τις υγειονομικές, οικονομικές παρενέργειες, παρά την ψήφιση Νόμων που αμφισβητήθηκαν πολύ, οι πολιτικοί συσχετισμοί δείχνουν αναλλοίωτοι. Η Κυβέρνηση εμφανίζει ορατές φθορές, ωστόσο η Αντιπολίτευση δεν κερδίζει. Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζει απώλειες της τάξης του 25%-30% από την εκλογική επίδοσή του τον Ιούλιο του 2019 και υπολείπεται της Ν.Δ κατά 15%-16% στην πρόθεση ψήφου, ενώ το Κίνημα Αλλαγής κινείται πηγαινοερχόμενο βασανιστικά από το 6% έως το 7%.
Ας μου επιτραπεί να σημειώσω, ότι δεν συμβαίνει το ίδιο σε όλες τις χώρες της Ευρώπης ή και σε άλλες χώρες του πλανήτη και δεν επαληθεύεται η βολική θεωρία ότι αυτό οφείλεται στην πανδημία, που δεν επιτρέπει στην Αντιπολίτευση να αναπτύξει δήθεν την πολιτική της. Στις Η.Π.Α ο Τραμπ έχασε τις εκλογές, κυρίως λόγω της ασυνάρτητης πολιτικής του απέναντι στον κορονοϊό, αν και είχε ως δυνατό σημείο του την Οικονομία. Στη Γερμανία η αποχώρηση Μέρκελ, οι δυσκολίες των Σοσιαλδημοκρατών και ο νέος άνεμος από την εμφάνιση των ανανεωμένων Πρασίνων συνθέτουν ένα νέο πολιτικό σκηνικό. Στην Ισπανία οι PODEMOS συνετρίβησαν στις εκλογές της Μαδρίτης. Στην Ιταλία έχουμε πρωθυπουργό τον Ντράγκι. Στην Γαλλία οι Σοσιαλιστές εξαϋλώνονται μέσα στην κόντρα Μακρόν- Λεπέν, ενώ στην Μεγάλη Βρετανία ο Τζόνσον, μετά την περσινή δημοσκοπική του πτώση έχει επανέλθει, αλώνοντας στις πρόσφατες τοπικές εκλογές ακόμα και παραδοσιακά οχυρά των Εργατικών. Η θεωρία της «εξηγήσιμης ακινησίας» δεν στηρίζεται επομένως πουθενά. Κι όμως η γη κινείται, οι συσχετισμοί διαφοροποιούνται παντού με κοινό παρονομαστή την υποχώρηση των δυνάμεων του λαϊκισμού, του μηδενισμού και την επικράτηση αυτών που δείχνουν τουλάχιστον να διαθέτουν εναλλακτική λύση διακυβέρνησης. Ανάμεσα στα «θύματα» των διεργασιών βρίσκονται και τα περισσότερα σοσιαλιστικά- σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.
Στην πατρίδα μας, όλοι οι νέοι πολιτικοί σχηματισμοί που υπήρξαν ως αποτέλεσμα της κρίσης, από τους ΑΝΕΛ και την ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ, μέχρι την Ένωση Κεντρώων και δυνάμεις που θα μπορούσαν να έχουν συμβολή στην πορεία της χώρας, όπως το ΠΟΤΑΜΙ και η ΔΗΜΑΡ, εξαφανίστηκαν. Τελευταία εναπομείνασα δύναμη από την περίοδο της κρίσης, του φανατισμού, του άκρατου λαϊκισμού παραμένει ο ΣΥΡΙΖΑ, που δείχνει να επιστρέφει σε αντιλήψεις του 2011-2012. Με την πάγια, συνολικά μηδενιστική αντιπολιτευτική τακτική σε όλα τα θέματα, από τις επιθέσεις κατά της Προέδρου της Δημοκρατίας, τον ισχυρισμό ότι έχουμε χούντα, έως την αγιοποίηση Κουφοντίνα από ένα σημαντικό μέρος του, κατοχυρώνεται ως δύναμη συντήρησης και υπεράσπισης όλων των παθογενειών της Αντιπολίτευσης. Πως να μην χάνει λοιπόν δυνάμεις; Το 2021 δεν είναι 2011. Επομένως, πρακτικά ο ΣΥΡΙΖΑ μάλλον βοηθάει με την αντιπολιτευτική του στάση την Κυβέρνηση, συμβάλλοντας στη δημιουργία μίας εικόνας που ούτε τα στελέχη της Ν.Δ δεν μπορούν να προσφέρουν στο κόμμα τους. Η Κυβέρνηση που έχουμε, δεν είναι δα και καμία ομάδα φοβερών και ανίκητων πολιτικών αντιπάλων. Όποιος παρακολουθεί την πορεία της, διαπιστώνει σοβαρά λάθη και ολιγωρίες και εν τέλει μία μεταρρυθμιστική άπνοια.
Ωστόσο, προβληματισμό δημιουργεί και η δημοσκοπική στασιμότητα του Κινήματος Αλλαγής. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί βρίσκεται σε ένα ιδιόμορφο δημοσκοπικό τέλμα επί δύο χρόνια και αφού – για να μην ξεχνάμε- δεν κατάφερε να αυξήσει τις δυνάμεις του στις εκλογές του 2019 όταν το 65% της κοινωνίας συνέθεσε ένα ρεύμα εναντίωσης απέναντι στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ; Γιατί άραγε έχει εγκλωβιστεί μεταξύ 6% και 7%; Γιατί αδυνατεί να αξιοποιήσει τις φθορές της Κυβέρνησης και τις ακόμα μεγαλύτερες απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να μπορεί να παρουσιάσει κάποια διψήφια επίδοση, εισπράττοντας στοιχειωδώς από ένα χώρο της τάξης του 10%-15% που φαίνεται να μετακινείται ή να θέλει να μετακινηθεί πολιτικά; Γιατί δεν εισπράττει τίποτα από την Ν.Δ, ενώ ακόμα και ένα 12-14% απωλειών του ΣΥΡΙΖΑ οδεύει απευθείας στην Ν.Δ και όχι στο Κίνημα Αλλαγής που θα ήταν πολιτικά λογικότερο;
Αυτά είναι πια τα κρίσιμα ερωτήματα, που θα καθορίσουν την πορεία μας. Για να είμαι ακριβής: Είναι υπαρξιακής, πια, φύσης ερωτήματα, αφού οι χαμηλές δημοσκοπικές επιδόσεις μας εμφανίζονται σε μια περίοδο που δεν έχουν τεθεί διλήμματα. Για να είμαι ακόμα πιο σαφής: Αν γίνουν εθνικές εκλογές, και μάλιστα διπλές, κατά τις οποίες θα κριθεί η διακυβέρνηση της χώρας, με την αφετηρία που εμφανιζόμαστε σήμερα και τις πιέσεις που θα αναπτυχθούν, δεν μπορούμε να είμαστε ιδιαίτερα αισιόδοξοι.
Πρέπει λοιπόν να αντιδράσουμε τώρα χωρίς να παραμένουμε σε μια περίεργη κι ακατανόητη αυταρέσκεια. Έχουμε χρέος να επιχειρήσουμε μια επανεκκίνηση, ένα restart εδώ και τώρα. Σε ποια κατεύθυνση; Στην κατεύθυνση να τα αλλάξουμε όλα. Το ΠΑΣΟΚ πρέπει να γίνει και πάλι το ισχυρό, δυναμικό, προοδευτικό, μεταρρυθμιστικό Κίνημα που θα παρέμβει και θα βάλει τη σφραγίδα του στις εξελίξεις που έρχονται. Όχι μέσα από μια νοσταλγική ενατένιση ενός ηρωικού παρελθόντος, αλλά με μια νέα θεώρηση της εποχής της πανδημίας και των προκλήσεων που έπονται, της κλιματικής αλλαγής και της ψηφιοποίησης, των μεγάλων γεωστρατηγικών διακυβευμάτων και της ανάγκης να οικοδομήσουμε μια Ελλάδα ισχυρή, με φωνή και κύρος, με ανάπτυξη, καινοτομία, με ισχυρούς θεσμούς που θα θωρακίζουν τη Δημοκρατία απέναντι σε επανεμφάνιση νέων μηδενιστικών, λαϊκίστικων και ακροδεξιών τάσεων. Ο κόσμος μας δεν μοιάζει σε πολιτική νοοτροπία με τον κόσμο του Κ.Κ.Ε, που τον τιμώ. Είναι κόσμος που έζησε μεγάλες στιγμές της Παράταξής μας με τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Κώστα Σημίτη, που αισθάνεται ότι κυβέρνησε τη χώρα καλά και θέλει να την ξανακυβερνήσει. Δεν αρκείται σε 6%-7%, γενικού τύπου αντιπολίτευση, σε εξωραϊσμούς και σε ανεπαρκείς εξηγήσεις ότι για όλα φταίει το Σύστημα ή κάποιες αόρατες δυνάμεις που μας πολεμούν.
Το ΠΑΣΟΚ, οι δυνάμεις του Κινήματος Αλλαγής μπορούν και πρέπει να εκφράσουν τις αστείρευτες και ζωντανές δυνάμεις του Κέντρου, τις δικές του δυνάμεις, να μην τις αφήσει αμαχητί βορά ούτε στη ΝΔ ούτε στο ΣΥΡΙΖΑ. Να εκφράσει τις δυνάμεις της δημοκρατίας, τις δυνάμεις του ορθολογισμού, της μεταρρύθμισης και της σύγχρονης οικολογίας. Να αφήσουμε πίσω τις πολιτικές του μέσου όρου, τις πολιτικές του «ούτε-ούτε» και το άγχος υστέρησης σε αντιπολιτευτικό οίστρο με τον ΣΥΡΙΖΑ. Να συνειδητοποιήσουμε ότι η γενική επίκληση της αυτονομίας από μόνη της δεν συνιστά πολιτικό αφήγημα, αλλά κουραστική επανάληψη μιας αυτονόητης αλήθειας για κάθε κόμμα. Να μην κρύβουμε τις ανεπάρκειες μας, μέσα από ανεπαρκείς εξηγήσεις. Χρειάζονται καθαρές κουβέντες, καθαρές εξηγήσεις και επιλογές.
Τώρα πρέπει να ξεκινήσουμε ένα νέο εγχείρημα, ασφαλώς και με την νέα ηγεσία που θα προέλθει από τις προσεχείς διαδικασίες, που θα μπορεί να εκφράσει τις απαιτήσεις αυτής της προσπάθειας, που έχει δείξει ότι ήταν και είναι παρούσα στις καθημερινές μάχες, ότι διαθέτει δυναμισμό και όραμα. Αυτά κρίνονται στους επόμενους μήνες. Αυτό θα κριθεί στις εκλογές για την ηγεσία του κόμματός μας τον Νοέμβριο, εκλογές ανοικτές στην κοινωνία, αλλά και στο Συνέδριο και τις διεργασίες που θα ακολουθήσουν.
Ας προχωρήσουμε λοιπόν, αλλάζοντας τα πάντα. Πρέπει να αλλάξουμε για να υπάρξουμε, για να πρωταγωνιστήσουμε και πάλι, για να πετάξουμε ψηλά. Αυτό είναι το χρέος μας.