AUKUS: Μετά τον αιφνιδιασμό και την Γαλλική οργή, μηνύματα επανόδου στην κανονικότητα. Καιρός για τολμηρές αποφάσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η τελευταία περίοδος επεφύλασσε σειρά εξελίξεων, τόσο στον ελλαδικό όσο και στον διεθνή χώρο. Εντός Ελλάδος, κυριάρχησαν οι παρουσίες των πολιτικών ηγετών -του Πρωθυπουργού και του αρχηγού της Αξιωματικής αντιπολίτευσης-, στην ΔΕΘ και προμηνύουν ένα ενδιαφέρον Φθινόπωρο, ίσως και προεκλογικό.
Στο διεθνές περιβάλλον, τα βλέμματα είναι στραμμένα στην αιφνιδιαστική κίνηση των ΗΠΑ και την σύναψη της αμυντικής συμφωνίας (τριμερής συμφωνία για την ασφάλεια), με το Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστραλία (AUKUS – Australia, United Kingdom, United States).
Το σοκ το οποίο προεκάλεσε η αιφνίδια και βεβιασμένη αποχώρηση των μαχίμων δυνάμεων των Ηνωμένων Πολιτειών από το Αφγανιστάν, ακολούθησε η έκπληξη για την σύναψη αυτής της συμφωνίας, στην οποία μετέχει και μία ισχυρή Ευρωπαϊκή χώρα καθώς το Η.Β. ναι μεν, έχει αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν παύει όμως να παραμένει μία χώρα ισχυρή και απαραίτητη δύναμη για την Ευρωπαϊκή ασφάλεια. Είναι γεγονός ότι οι σύμμαχοι των ΗΠΑ και κυρίως οι Ευρωπαίοι, αιφνιδιάστηκαν για δεύτερη φορά και μάλιστα σε πολύ σύντομο και σε συνδυασμό με την, επίσης, απρόσμενη για τους περισσότερους, αποχώρηση από το Αφγανιστάν.
Πέραν της κριτικής την οποία δέχθηκε ο κ. Biden για την απομάκρυνση του Αμερικανικού στρατού από το Αφγανιστάν και την εγκατάλειψη των Αφγανών, στο έλεος των Talliban, ο Αμερικανός Πρόεδρος και εν γένει η ηγεσία των ΗΠΑ δεν μπόρεσε να δικαιολογήσει επαρκώς την απόφαση αυτή, η οποία προεκάλεσε σειρά επικρίσεων -και κατά περίπτωση σφοδρές-, ενώ, δόθηκε η δυνατότητα να καλλιεργηθεί έδαφος δυσθυμίας έναντι των ΗΠΑ, οι οποίες -με δεδομένη και την εγκατάλειψη των Κούρδων από την προηγούμενη Αμερικανική Προεδρία-, πλέον εμφανίζονται ως αναξιόπιστοι σύμμαχοι, οι οποίοι προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους δεν διστάζουν να εγκαταλείψουν τους ντόπιους συμμάχους τους στο έλεος των αντιπάλων.
Σημαντικότερη, όμως, για την Δυτική πλευρά λογίζεται η σύναψη της 3μερούς συμφωνίας AUKUS καθώς δημιουργεί σημαντικό ρήγμα στην Δύση και απρόβλεπτες συνέπειες στην ΒορειοΑτλαντική Συμμαχία. Η δυσαρέσκεια της Γαλλίας -της δεύτερης ισχυρότερης χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση-, δεν πρέπει να θεωρηθεί ως μία παροδική, στιγμιαία έκρηξη του Προέδρου Macron και των Γάλλων κυβερνητικών αξιωματούχων.
Εκτός από το στίγμα της απόπειρας εκ μέρους της Ουάσιγκτων να συγκροτήσει έναν παράλληλο, με το ΝΑΤΟ, αγγλοσαξωνικό, αμυντικό μηχανισμό, υπάρχει και η απώλεια των δεκάδων δις ευρώ, τα οποία απώλεσε η Γαλλική πολεμική βιομηχανία, συνέπεια την οποία προεκάλεσε η ακύρωση εκ μέρους της Αυστραλίας συμβολαίου με την Naval για την προμήθεια συμβατικών υποβρυχίων, μετά την Αμερικανική απόφαση για την παρουσία και στάθμευση πυρηνικών υποβρυχίων στα ύδατα και τα λιμάνια της χώρας, ενώ εξαγγέλθηκε και η παροχή τεχνογνωσίας και υποστήριξης για την κατασκευή τέτοιων σκαφών από την Αυστραλία.
Είναι προφανές ότι, η Αμερικανική πλευρά «από-Ατλαντικοποιεί» το παιχνίδι, μεταφέροντας το κέντρο βάρους στον Ειρηνικό και Ινδικό Ωκεανό. Τούτο, διότι, πλέον, είναι ορατή η Σινική απειλή. Έχει γραφεί και φυσικά ισχύει ότι το μεγάλο παιχνίδι, η μεγάλη σκακιέρα είναι η Ευρασία, οι περιοχές της οποίας αποτελούν, εδώ και εκατοντάδες χρόνια το θέατρο του ανταγωνισμού των ισχυρών του πλανήτη, εφ’ όσον τα παγκόσμια αποθέματα ορυκτού πλούτου και ενέργειας βρίσκονται εκεί.
Πρέπει να συγκρατείται ότι οι ΗΠΑ, είναι η πρώτη παγκόσμια «Αυτοκρατορία», η πρώτη, πραγματικά παγκόσμια υπερδύναμη και μετά την κατάρρευση της κομμουνιστικής ΕΣΣΔ, απέμεινε η μόνη. Όλες οι προηγούμενες μεγάλες δυνάμεις (Ρωμαϊκή, Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, Οθωμανική Αυτοκρατορία, Περσική κ.λπ.), δεν είχαν την παγκόσμια εμβέλεια και κυριαρχία την οποία απολαμβάνουν οι ΗΠΑ σήμερα.
Ευνοήτως, πρώτιστη μέριμνα κάθε αυτοκρατορίας, κάθε μεγάλης δυνάμεως, είναι η προστασία των συμφερόντων της και η διατήρηση-επαύξηση της επιρροής και ισχύος της. Παρά τις όποιες, διαφορετικές απόψεις η Αμερικανική κυριαρχία δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί. Ούτε η Ρωσία, ούτε η Κίνα μέχρι σήμερα, είχαν την επάρκεια να αναδειχθούν σε επίπεδο στρατηγικού παίκτη και να απειλήσουν ουσιαστικά τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Αυτό, το οποίο θα δημιουργούσε κινδύνους είναι η συγκρότηση ΣινοΡωσικού άξονα. Τότε, πράγματι θα μπορούσε να αμφισβητηθεί με αξιώσεις η Αμερικανική κυριαρχία.
Δεν στερείται βάσεως η από αναλυτές εκφραζόμενη άποψη ότι η αδυναμία της Ρωσίας να αναδειχθεί σε στρατηγικό παίκτη, αποδεικνύεται από τις συγκαλυμμένες προσπάθειες του Κρεμλίνου να υπονομεύσει την Ευρωπαϊκή συνοχή και την ΕΕ, προσπάθειες οι οποίες, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, είναι ατελέσφορες. Επίσης, η Κίνα με τα προβλήματα ομοιογένειας του πληθυσμού της και την μεγάλη φτώχεια στην συντριπτική πλειοψηφία του, μέχρι στιγμής δεν είχε την δυνατότητα να αναδειχθεί σε παίκτη ο οποίος μπορεί να αμφισβητήσει αφ’ εαυτού την ηγεμονία των ΗΠΑ.
Αυτό που είναι, όμως, άκρως απειλητικό για την θέση και τα συμφέροντα των ΗΠΑ είναι η ενδεχόμενη συγκρότηση ΣινοΡωσικού άξονα. Η συμφωνία, λοιπόν, των ΗΠΑ με την Αυστραλία και την ενεργό παρουσία και στήριξη του Η.Β., σε σημαντικό βαθμό περιορίζει την ελευθερία κινήσεων της Κίνας, ενώ, ταυτοχρόνως, καλύπτει και τις Αυστραλιανές ευαισθησίες, μιας και η Αυστραλία, όντας γεωγραφικά μακράν του Δυτικού χωρικού κέντρου, αισθανόταν απειλή και κινδύνους από την συνεχή επέκταση του «σύγχρονου Σινικού Τείχους».
Η παροχή τεχνογνωσίας και τεχνολογίας για την κατασκευή πυρηνικών υποβρυχίων από τους δύο εταίρους (ΗΠΑ & ΗΒ), προφανώς δημιουργεί αίσθημα ασφάλειας και καλύπτει τις αμυντικές ανάγκες της Καμπέρα, ενώ περιορίζει και οριοθετεί την Σινική επέκταση, αποδυναμώνοντας τον στρατηγικό της ρόλο, και περιορίζει την αξία της ως πιθανό σύμμαχο της Ρωσίας.
Το ερώτημα το οποίο τίθεται επιτακτικά, πλέον, για τους Ευρωπαίους συμμάχους του Δυτικού συνασπισμού, είναι πώς θα αναπληρωθεί το ενδεχόμενο κενό που θα δημιουργηθεί από την ενδεχόμενη αποστασιοποίηση των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ, αν αυτές αποφασίσουν να εγκαταλείψουν το Ατλαντικό μέτωπο.
Η ΕΕ δεν έχει -όπως έχει αποδειχθεί στην Γιουγκοσλαβική και Μεσανατολική κρίση-, την δυνατότητα να συγκροτήσει ένα ενιαίο σύστημα ασφαλείας και αμύνης, ενώ, ακόμη δεν έχει γίνει κατανοητό από τα Κράτη-Μέλη της, η ανάγκη για την συγκρότηση ενιαίας Εξωτερικής Πολιτικής, προκειμένου να αναδειχθεί σε στρατηγικό παράγοντα του σύγχρονου διεθνούς συστήματος. Οι μεμονωμένες, διπλωματικές δραστηριότητες, κατά κύριο λόγο των ισχυρών Εταίρων, δεν αποδίδουν ουσιαστικά.
Από την άλλη πλευρά, ο περιορισμός των αμυντικών δαπανών συμβάλλει στην μείωση της δυνατότητας της Ε.Ε. να προβάλλει ως ισχυρός και υπολογίσιμος (ουσιαστικά) παράγοντας στο παγκόσμιο γίγνεσθαι του πολυ-πολικού, πλέον, διεθνούς συστήματος.
Πέραν πάσης αμφιβολίας, είναι γεγονός ότι δίχως την ισχυρή Αμερικανική συμμετοχή και ενεργό παρουσία στο ΝΑΤΟ, η Ευρώπη θα αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα ασφάλειας με σημαντικές επιπτώσεις στην αμυντική και αποτρεπτική απειλών, δυνατότητά της.
Αυτό προφανώς, διέβλεψε και η Γερμανίδα Υπουργός Αμύνης, κ. Άνεγκρετ Κραμπ-Καρενμπάουερ, η οποία εξέφρασε την πρόθεσή της να υποβάλει πρόταση τροποποίησης του άρθρου 44 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να διεξάγονται ταχύτερα και ανεξάρτητα από άλλους Συμμαχικούς (ΝΑΤΟϊκούς πρωτίστως), περιορισμούς οι στρατιωτικές αποστολές υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σε συνέντευξή της στην Frankfurter Allgemeine Zeitung του περασμένου Σαββάτου, δήλωσε ότι: «Νομίζω ότι το Άρθρο 44 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση μας δίνει τη δυνατότητα κοινών αποφάσεων της ΕΕ και της διεξαγωγής ευρωπαϊκών αποστολών από συμμαχίες προθύμων μεταξύ των κρατών-μελών …………………Καταρτίζουμε πρόταση γι’ αυτό η οποία θα μπορούσε να τεθεί στο τραπέζι κατά τη διάρκεια συμβουλίου των υπουργών Άμυνας (σ.σ. της ΕΕ) πριν από το τέλος του Οκτωβρίου».
Σύμφωνα με το άρθρο 44, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μπορεί να αναθέσει τη διεξαγωγή στρατιωτικής αποστολής σε κράτη μέλη τα οποία επιθυμούν και διαθέτουν τις απαιτούμενες επιχειρησιακές δυνατότητες. Δεν προβλέπεται να συμμετέχουν άμεσα και υποχρεωτικά όλες οι χώρες μέλη της ΕΕ σε τέτοιες αποστολές.
Η Γερμανίδα υπουργός, υποστηρίζει -και κατά τον συντάκτη του παρόντος δικαίως- ότι, αν οι Ευρωπαίοι θέλουν να τους παίρνουν σοβαρά, να είναι ενεργοί παράγοντες στις διεθνείς εξελίξεις και να θεωρούνται αξιόπιστοι, πρέπει να είναι σε θέση να αναλαμβάνουν δράση. «Υπάρχουν καταστάσεις στις οποίες μπορεί να έχουμε διαφορετικά συμφέροντα, και εντός του NATO», πρόσθεσε στην προαναφερόμενη συνέντευξή της.
Από την πρόσφατη τηλεφωνική συνομιλία Biden-Μacron προ δύο-τριών ημερών και το θετικό κλίμα, το οποίο έχει διαφανεί, να επικρατεί σε αυτή, εκπέμπονται αισιόδοξα μηνύματα. Ας ελπίσουμε να εκφράζουν τους πραγματικούς σχεδιασμούς και προθέσεις γιατί, σε διαφορετική περίπτωση η Ευρώπη θα αντιμετωπίσει προκλήσεις για τις οποίες δεν ανιχνεύονται βεβαιότητες για την αντιμετώπισή τους με αποτελεσματικό τρόπο.
Βεβαίως, το τραύμα που δημιούργησε αυτή η ενέργεια θα χρειασθεί πολύ χρόνο και τολμηρές πράξεις για να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη μεταξύ των Συμμάχων. Δεν είναι εύκολο να ξεπερασθεί το γεγονός ότι ο Γάλλος Πρόεδρος τεχνηέντως «κρατήθηκε στο σκοτάδι» κατά την προετοιμασία της συμφωνίας, της οποίας λεπτομέρειες διευθετήθηκαν στην σύνοδο των G7 στην Κορνουάλη και ακόμη ότι δεν έγινε η παραμικρή νύξη από την Αυστραλιανή πλευρά προς τον κ. Macron, σχετικά με την απόφαση της Κυβερνήσεως της Αυστραλίας να ακυρώσει την διμερή σύμβαση για την προμήθεια των υποβρυχίων, και αντ’ αυτού να προχωρήσει στην προμήθεια αμερικανικών πυρηνικών υποβρυχίων.
Μέλλει να δειχθεί κατά πόσο οι πολιτικοί ηγέτες της Δύσης, οι ηγεσίες του ΒορειοΑτλαντικού Συμφώνου, θα αρθούν στο ύψος των περιστάσεων σε ένα ρευστό πεδίο εξελίξεων, στο οποίο οι βεβαιότητες είναι -αν όχι ανύπαρκτες-, ελάχιστες.
Λυκούργος Χατζάκος