ΣΤΗΝ ΔΙΑΚΕΚΑΥΜΕΝΗ ΖΩΝΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
του Λυκούργου Χατζάκου
Η ένταση που σημειώνεται στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις κατά την τελευταία περίοδο, ειδικά μετά την επιστροφή του Έλληνα Πρωθυπουργού από τις ΗΠΑ, συνιστά μία άκρως επικίνδυνη συνθήκη.
Η ενδεχόμενη ήττα του ΑΚΡ στις επικείμενες εκλογές και η απώλεια της εξουσίας από τον Πρόεδρο Erdogan, τον υποχρεώνει στην αναζήτηση λύσεων αντιστροφής του κλίματος καθώς, η ήττα του δεν θα συνεπάγεται μόνον την ανάληψη της εκτελεστικής εξουσίας από τους ανταγωνιστές του, αλλά, θα θέσει σε σοβαρούς κινδύνους και την ελευθερία του και ίσως και την επιβίωσή του, καθόσον ο ίδιος επεφύλαξε σημαντικά δεινά για τους ηττημένους πολιτικούς αντιπάλους του.
Η οικονομία ήταν το ισχυρότερο χαρτί στα χέρια του κ. Ερντογάν, εκείνο το συγκριτικό πλεονέκτημα το οποίο του χάρισε για πλέον της εικοσαετίας την Προεδρία της Τουρκικής Δημοκρατίας. Σήμερα, αυτό μοιάζει μακρινό όνειρο. Η Τουρκική οικονομία έχει εισέλθει σε περιδίνηση με πολύ δυσμενείς, σοβαρές επιπτώσεις για τους πολίτες και δεν διαφαίνεται κάποια αισιόδοξη προοπτική στον ορίζοντα.
Ακόμη, η αποκατάσταση των θρησκευτικών ελευθεριών κατά τα πρώτα χρόνια της θητείας του[1] και παρά το γεγονός ότι η πλειοψηφία των Τούρκων (περί το 65%) αυτοπροσδιορίζονται ως δεξιοί και βαθειά θρησκευόμενοι, δεν είναι επαρκή στοιχεία για να του χαρίσουν μία νέα, ευρεία –όπως πάντοτε επεδίωκε-, εκλογική νίκη. Αντιθέτως, έχει προ οφθαλμών ορατό το φάσμα της ήττας και των συνεπειών της.
Αυτή η προοπτική, με αυτά τα δεδομένα είναι που τον υποχρεώνει σε κινήσεις υψηλού ρίσκου τόσο σε σχέση με την Ελλάδα όσο και για τις σχέσεις της Τουρκίας με τον Δυτικό κόσμο. Υπό αυτές τις συνθήκες η προσέγγισή του με την Μόσχα μοιάζει με αναπόδραστη επιλογή. Έχει μεγάλη αξία για όποιον επιχειρεί να αναλύσει το τοπίο –ιδιαιτέρως για τους προερχόμενους από την Ελληνική πλευρά-, να γνωρίζει τι έχει συνομολογήσει και τι έχει συμφωνηθεί μεταξύ των δύο αυταρχικών ηγετών, εκείνον του Κρεμλίνου και του Τούρκου Προέδρου.
Η Δύση και ειδικότερα κύκλοι στον πυρήνα της Αμερικανικής πολιτικής, εμμένουν ότι η γεωπολιτική αξία της Τουρκίας είναι πολύ υψηλή και πρέπει πάση θυσία να κρατηθεί εντός των κόλπων της ΒορειοΑτλαντικής Συμμαχίας.
Γεγονός, πάντως είναι ότι σε ενδεχόμενη διαπραγμάτευσή με την Δύση, η Άγκυρα εργαλειοποιεί τις Ελληνοτουρκικές διαφορές, θέτει εμφατικά θέμα για την παράδοση των Γκιουλενιστών που διαβιούν σε Δυτικές χώρες , απαιτεί άρση των κυρώσεων και τις απαγορεύσεις προμήθειας στους εξοπλισμούς από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τέλος θρασύτατα προβάλλονται οι εν γένει διεκδικήσεις της Άγκυρας, στο πλαίσιο του νέο-Οθωμανικού ιδεώδους που συνιστά το όραμα του Ερντογάν –π.χ. εντός των Συριακών εδαφών και τις όποιες εγγυήσεις απαιτεί προκειμένου να αποτραπεί η συγκρότηση Κουρδικής κρατικής οντότητας.
Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι, οι λεονταρισμοί της Αγκύρας προκαλούν σοβαρούς πονοκεφάλους στα επιτελεία των Δυτικών χωρών –και όχι μόνον σε εκείνα της Ουάσιγκτoν. Κανείς, δεν θα ήθελε μία αναταραχή, μία ακόμη εστία επικίνδυνων εντάσεων στην ΝοτιοΑνατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ και αυτό δίνει την ευχέρεια στην Τουρκική ηγεσία να εκμεταλλεύεται την ανοχή της Δύσης-, τούτο διότι όπως αξιολογούν αναλυτές, ο κ. Ερντογάν και πλειάδα Τούρκων αξιωματούχων ασκούν πλέον συστηματική πίεση προς την Ελλάδα είτε ανεβάζοντας τους τόνους σχετικά με το status των Ελληνικών νήσων είτε με την εν γένει συμπεριφορά τους.
Είναι σοβαρό ζήτημα, όμως, ότι στην θρασύτητα της Αγκύρας αντιπαραβάλλεται είτε μία «ευρωαμηχανία» από την πλευρά της Γηραιάς ηπείρου είτε η πρωτοφανώς δισυπόστατη αντιμετώπιση εκ μέρους της Αμερικανικής πλευράς, έτσι όπως εμφανίζεται από την διάσταση και την αντιφατικότητα των δηλώσεων ορισμένων εκ των στελεχών της Αμερικανικής Διοίκησης του κ. Baiden και της πλειοψηφίας –συντριπτικής και διακομματικής-, του Αμερικανικού Κογκρέσου.
Σε κάθε περίπτωση ο ενδιαφερόμενος οφείλει να συγκρατεί ότι ο πυρήνας της πολιτικής των ΗΠΑ αφορά στην θεωρία της «Κεντρικής Γης» (, δηλαδή την Ευρασία η οποία αποτελεί το 75% του Παγκόσμιου πληθυσμού, το 60% της παγκόσμιας παραγωγής και το 75% των παραγόμενων πηγών ενέργειας. Υπό αυτή την προσέγγιση, είναι ευνόητη η βαρύτητα της πρακτικής αξίας την οποία αποκτούν οι έννοιες της «αναχωματικής δακτυλίου», της ζώνης γύρω από την Ευρασία, και βεβαίως, ο έλεγχος των θαλάσσιων διαδρόμων.
Μέχρι στιγμής, η Ελληνική διπλωματία εμφανίζεται να έχει φέρει θετικά αποτελέσματα και όλα υποδεικνύουν ότι η χώρα ανακτά το χαμένο έδαφος και το κύρος που είχε στην διεθνή πολιτική σκηνή και οι απώλειες που υπέστη σε κύρος σε προηγούμενες περιόδους, όταν εμμονικοί και άφρονες, λαϊκιστές –εκ δεξιών και εξ αριστερών προερχόμενοι-, είχαν αναλάβει την διαχείριση των πολύ σοβαρών θεμάτων της εξωτερικής πολιτικής και της άμυνας.
Σήμερα, η Ελλάδα προβάλλει ξανά στην διεθνή σκηνή ως υπεύθυνος, αξιόπιστος και σοβαρός συνομιλητής. Με κορυφαία στιγμή την επίσημη επίσκεψη του Πρωθυπουργού στις ΗΠΑ, οι Ελληνικές θέσεις βρίσκουν ευήκοα ώτα μεταξύ των Συμμάχων και Εταίρων.
Βεβαίως, η παρούσα συνθήκη δεν συνεπάγεται μονιμότητα ούτε σημαίνει ότι η Τουρκία είναι ηττημένη και πεσμένη στα γόνατα. Η Τουρκική πλευρά έχει στην διάθεσή της σημαντικά όπλα, πέραν της δεδομένης γεωγραφικής θέσης της και των δημογραφικών πλεονεκτημάτων της, σημεία τα οποία από μόνα τους την καθιστούν σημαντική και υπολογίσιμη από γεωπολιτική και γεωστρατηγική οπτική.
Ίσως, να είναι ένα σημείο προς συζήτηση, ως προς την ωφέλειά τους, η διατύπωση εκ μέρους της Ελληνικής πολιτικής ηγεσίας, ορισμένων εκφράσεων που οριακά κινούνται στο περιβάλλον της ακρότητας, όπως επί παραδείγματι οι δηλώσεις που αναφέρουν ότι «θα τσακίσουμε τα πόδια» ή ότι «πρέπει να τελειώνουμε με τους απολυταρχικούς ηγέτες», με έμμεση πλην όμως, σαφή αναφορά στους Erdogan και Putin. Σε καμία περίπτωση δεν ωφελεί η έπαρση ή η ολίσθηση σε υπερφίαλες δηλώσεις και προσεγγίσεις. Ό,τι πέτυχε η Ελληνική Εξωτερική πολιτική το πέτυχε με σοβαρά, στοχευμένα βήματα και συστηματική δουλειά. Δεν υπάρχει κανένας λόγος για την διατύπωση λόγων, ευχάριστων μεν προς το εσωτερικό, οι οποίοι θα χαϊδέψουν τα αυτιά των ψηφοφόρων, αλλά, θα δώσουν αφορμές στην Άγκυρα και την Μόσχα να συγκροτήσουν ανθελληνικό μέτωπο και να δικαιολογήσουν θέσεις περί ελληνικής επιθετικότητας.
Ήδη, οι εξελίξεις τόσο στην εσωτερική τουρκική πολιτική όσο και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι κρίσιμες (βλ. σημερινές 9/6/22 δηλώσεις Ερντογάν) και δεν επιτρέπουν βεβαιότητες και αισιοδοξία καθώς από την απέναντι πλευρά του Αιγαίου οι τόνοι κλιμακηδόν υψώνονται σε καθημερινή, σχεδόν, βάση και πλέον, διατυπώνονται ρητά και απροκάλυπτα οι διεκδικήσεις και οι ευσεβείς πόθοι της Αγκύρας, συναφώς με τα Ελληνικά νησιά. Αντιθέτως ο Τούρκος πρόεδρος δείχνει να έχει κάνει ένα βήμα πέραν της διατυπώσεως απειλών. Η ομοθυμαδόν εκδήλωση επιθετικών διεκδικήσεων για 23 ελληνικά νησιά από Ερντογάν, Μπαχτσελί, Αξενέρ και Κιλιτσντάρογλου καθώς επίσης και η φρασεολογία «η Ελλάδα συνεχίζει να εξοπλίζει…» αποτελούν σημάδια ότι η τουρκική πλευρά και ο πρόεδρος Ερντογάν δεν απέχουν και ούτε θα κάνουν δεύτερες σκέψεις προκειμένου να εκκινήσουν διαδικασία κηρύξεως πολέμου χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα την δικαιολογημένη -κατ’ αυτούς- αυτοδικία για άρση της στρατικοποίησης των νήσων (κατά το υπόδειγμα Πούτιν στην Ουκρανία) με απώτερο στόχο να σύρει την Ελλάδα σε ταπεινωτικές παραχωρήσεις στο Αιγαίο και στην Κύπρο και παρομοίως την Δύση σε άλλα μέτωπα (Συρία, Ιράκ, Κουρδικό κ.λπ.)
Το γεγονός ότι οι τουρκικές αιτιάσεις στερούνται παντελώς νομικής και ηθικής βάσεως ουδόλως επηρεάζει την διαμόρφωση του αφηγήματος του Erdogan και βέβαια, δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν από την συντριπτική πλειοψηφία της Τουρκικής κοινής γνώμης, στην οποία καθημερινά κτίζεται και κλιμακηδόν εμπεδώνεται η πεποίθηση ότι τα νησιά αυτά, ανήκουν στην διάδοχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και πως οι Ελληνικές παρασπονδίες και «εκτροπές» από τους όρους της Συνθήκης της Λωζάνης τους δίνουν το δικαίωμα της επιστροφής. Βεβαίως, ούτε λόγος για την Συνθήκη του Μοντρέ και τους σχετικούς με το θέμα όρους και προβλέψεις.
Η γραμμή την οποία ακολούθησε μέχρι σήμερα η σημερινή κυβέρνηση στην διαχείριση των διεθνών υποθέσεων της χώρας είναι σε σημαντικό βαθμό θετική. Δεν παρίσταται καμία ανάγκη εμπλοκής της Ελλάδος στην τελική απόφαση επιλογής προσανατολισμού της Τουρκίας (αν τελικά, δηλαδή θα επιλέξει την Ευρασιατική τροχιά και το Κρεμλίνο ή την επιλογή παραμονής στην Δυτική σφαίρα επιρροής [2]). Συνεπώς, δεν υπάρχει κανείς λόγος να ολισθαίνει ο Πρωθυπουργός και τα στελέχη του σε πρακτικές που και ξένες είναι προς αυτόν και δεν συμβαδίζουν με τον ευρύτερο σχεδιασμό του. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει την ευκαιρία να αφήσει σημαντική παρακαταθήκη. Ας μην την απεμπολήσει, οδηγώντας την χώρα σε περιπέτειες συρόμενος από φωνές στο εσωτερικό του κόμματός του…
[1] άρση απαγορεύσεων στην χρήση της Αραβικής –ιερή γλώσσα στην οποία είναι γραμμένο το Ιερό Κοράνιο-, άρση απαγόρευσης στην τέλεση της προσευχής της Παρασκευής, των δημόσιων λατρευτικών τελετών κ.λπ.
[2] Η μεγάλη πλειοψηφία των Τούρκων, συμπεριλαμβανομένων και των «Κεμαλιστών», θεωρεί την Δύση διεφθαρμένη, οιωνεί αποικιοκρατική δύναμη και ο «φιλοδυτισμός» των Τούρκων εκκινεί και τερματίζεται στο επίπεδο του life style.