Την 25η Δεκεμβρίου 1991, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ παραιτείται και ΕΣΣΔ-Ψυχρός Πόλεμος, πέρασαν στην Ιστορία. Αυτά τα Χριστούγεννα, 30 χρόνια μετά, αναβιώνει η ένταση μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας
Γράφει ο Λυκούργος Χατζάκος
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μετά από τον Ψυχρό πόλεμο και τις εντάσεις που αυτός συνεπαγόταν, ξεκινούσε μία 30ετής περίοδος ειρηνικής πορείας, με τις σχέσεις των δύο βασικών εκπροσώπων του διπολικού διεθνούς συστήματος –ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση-, να τρέπονται σε σχέσεις συνεργασίας και συνεννόησης. Για μια φορά, πριν από 30 χρόνια, τα Χριστούγεννα πραγματικά προανήγγειλαν μια εποχή ειρήνης. Την 25η Δεκεμβρίου 1991, ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, παραιτήθηκε και η Σοβιετική Ένωση πέρασε στην Ιστορία.
Με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, ο Ψυχρός Πόλεμος μεταξύ Κομμουνισμού και Δύσης, ο οποίος επηρέασε σε σημαντικό βαθμό την ζωή των ανθρώπων και στις δύο πλευρές, μιας και ζούσαν με τον φόβο –τρόμο, θα λέγαμε- της 4λεπτης προειδοποίησης για επικείμενη πυρηνική εμπλοκή, έφυγε από την εικόνα της καθημερινότητας.
Σήμερα, ακριβώς, 3 δεκαετίες μετά, η παγκόσμια κοινότητα έχει πάλι, προ οφθαλμών εικόνες από την περίοδο εκείνη και η μνήμες του εφιάλτη, εκείνης της περιόδου, αναβιώνουν.
Τριάντα χρόνια μετά από την υποστολή της κόκκινης σημαίας με το σφυροδρέπανο στο Κρεμλίνο, στην Ρωσο-Ουκρανική μεθόριο, εκτυλίσσεται η σοβαρότερη κρίση στην μεταψυχροπολεμική εποχή, μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας.
Ο Ρώσος ηγεμόνας, ο Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος έχει δηλώσει ότι θεωρεί την κατάρρευση της ΕΣΣΔ ως μία ντροπιαστική σελίδα της ιστορίας, έχει δώσει εντολή και μονάδες των Ρωσικών ενόπλων δυνάμεων συγκεντρώνονται στο Ρωσο-Ουκρανικά σύνορα, τροφοδοτώντας την Ευρωπαϊκή ευαισθησία καθώς εντείνονται οι συνεχώς αυξανόμενοι φόβοι στην Δύση για επικείμενη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Βέβαια, δεν είναι η μοναδική φορά που οι σχέσεις Δύσεως και Ρωσίας περνούν «δύσκολες στιγμές». Από το 1991 οι δύο πλευρές είχαν αντιπαραθέσεις και τριβές για σειρά, άλλων, περιπτώσεων, όπως για την Σερβία, την Λιβύη, την Γεωργία κ.λπ., όμως, πάντοτε η Διπλωματία έβρισκε δρόμους αποφόρτισης των εντάσεων.
Η αντιπαράθεση όμως, η οποία εξελίσσεται σήμερα, είναι η κρισιμότερη όλων και τούτο διότι το Κρεμλίνο αμφισβητεί, απροκάλυπτα, αμφισβητεί συνειδητά την Ευρωπαϊκή Τάξη –πράγμα, βεβαίως, που προσπαθεί από την πρώτη στιγμή, ανάληψης της εξουσίας υπονομεύοντας και «οξειδώνοντας» τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς-, η οποία δημιουργήθηκε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η άσκηση πολιτικής και διπλωματικής πίεσης και κυρώσεων προς το Κίεβο από την Μόσχα, απέτυχαν να μεταστρέψουν την φιλο-Δυτική παρόρμηση στην Ουκρανία.
Σήμερα, ο Πούτιν απειλεί με την χρήση ένοπλης βίας, υπολογίζοντας και στην de facto προσάρτηση της Κριμαίας, αφού την Άνοιξη του 2014, μετά από τις σφοδρές συγκρούσεις των Ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων και των Ρώσων αυτονομιστών της περιοχής, η Ρωσία δεν πέτυχε κάτι ουσιαστικό (την 27η Μαρτίου 2014, τα Ηνωμένα Έθνη εξέδωσαν ψήφισμα με το οποίο καταδίκασαν την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία. Η απόφαση έλαβε 100 υπέρ και 11 κατά , ενώ υπήρχαν και 58 αποχές).
Από την άλλη πλευρά οι Αμερικανοί προφανώς –εάν είχαν επιλογή-, θα θεωρούσαν προτιμότερο να αντιμετωπίσουν την ανερχόμενη Κίνα, από την εμπλοκή τους στις ιστορικές συγκρούσεις επί των Ευρωπαϊκών εδαφών. Όμως, πρέπει να συνυπολογισθεί ότι, ο ηγέτης του Κρεμλίνου, έχει την ικανότητα να προκαλεί ακραία τους αντιπάλους του, δοκιμάζοντας την αποφασιστικότητά τους και να τους διχάζει δημιουργώντας συνεχείς περισπασμούς της προσοχής τους.
Οι ανησυχίες, συνεπώς, εύλογες καθώς εγείρονται ερωτηματικά για την θέση της Δύσης στην κορυφή του διεθνούς συστήματος καθώς η άκομψη Αμερικανική αποχώρηση από το Αφγανιστάν ενισχύει την εικόνα δυτικής αδυναμίας και εισόδου του Δυτικού κόσμου σε περίοδο παρακμής.
Ο Πούτιν, προκαλεί και δοκιμάζει με την απαίτηση εγγυήσεων ασφαλείας στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η διαβεβαίωση για την μη ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και η αποχώρηση των στρατευμάτων της ΒορειοΑτλαντικής Συμμαχίας από τις χώρες-πρώην μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, οι οποίες σήμερα έχουν ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Η προβολή των αιτιάσεων της Ρωσικής πλευράς ότι αισθάνεται να απειλείται από την επέκταση του ΝΑΤΟ, δεν πείθουν κανέναν για την ύπαρξη πραγματικής βάσης, αλλά θεωρούνται από τους Δυτικούς αναλυτές και αξιωματούχους ως μια προσπάθεια επαναφοράς του μοντέλου της Σοβιετικής σφαίρας επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη, πράγμα το οποίο φυσικά είναι έξω από κάθε συζήτηση.
Στον αντίποδα, ΗΠΑ και Ευρώπη προβάλλουν την επιλογή συνομιλιών και της Διπλωματικής οδού, προκειμένου να επιτελεσθεί υπέρβαση της κρίσης, έχοντας την προσδοκία ότι τελικά, θα πετύχουν να αποτρέψουν μια εισβολή, χωρίς όμως, να δημιουργείται η εντύπωση παραχωρήσεων, οι οποίες θα μετέβαλλαν θεμελιωδώς την ασφάλεια της Ευρωπαϊκής ηπείρου. Ακόμη, η αποκάλυψη του δημοσιογράφου της Washington Post, Ντέιβιντ Ιγνάτιους, ο οποίος αποκάλυψε μια συζήτηση στην Ουάσιγκτον σχετικά με εξέγερση που χρηματοδοτείται από το Αφγανιστάν κατά της Ρωσίας στην Ουκρανία, γεγονός που αδιαμφισβήτητα έχει προεκτάσεις και δημιουργεί επιπλοκές οι οποίες θα προκαλέσουν υψηλό κόστος για την Μόσχα.
Πάντως, κατά την αναχώρησή του την προηγουμένη Παρασκευή από την Ουάσιγκτων με προορισμό το Camp David, ο πρόεδρος Biden δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι, «γνωρίζουμε από καιρό τις ενέργειες της Ρωσίας και περιμένω ότι θα έχουμε μια μακρά συζήτηση με τον Πρόεδρο Πούτιν», ενώ χθες επανέλαβε πως θα έχει μια «μακρά συζήτηση» με τον Ρώσο πρόεδρο σχετικά με την κρίση ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία και ότι δεν πρόκειται να δεχθεί τις «κόκκινες γραμμές» της Μόσχας. Πληροφορίες αναφέρουν ότι μια τηλεδιάσκεψη μεταξύ των δύο ηγετών αναμένεται πως θα πραγματοποιηθεί εντός ημερών.
Πάντως, μέχρι στιγμής, η Δυτική πλευρά αν και έτοιμη να λάβει μέρος σε ουσιαστικό διάλογο με την Ρωσία, δεν δείχνει διατεθειμένη για παραχωρήσεις στην προσπάθεια Πούτιν να αναβιώσει την Σοβιετική Αυτοκρατορία, ανακτώντας το απωλεσθέν έδαφος και δημιουργώντας, εκ νέου, σφαίρα επιρροής. Αυτό υποδεικνύουν με σαφήνεια και οι εκπεφρασμένες θέσεις του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ, κ. Γενς Στόλτενμπεργκ. Συγκεκριμένα ο κ. Στόλτενμπεργκ είπε σε δηλώσεις του, σχετικά με το Ουκρανικό ζήτημα και την κινητοποίηση των Ρωσικών δυνάμεων: «Η συσσώρευση συνεχίζεται», και προειδοποίησε ότι «οποιαδήποτε περαιτέρω επιθετικότητα εναντίον της χώρας(σ.σ. της Ουκρανίας) θα είχε πολύ υψηλό τίμημα. Η εποχή των σφαιρών επιρροής έχει τελειώσει».
Στο ίδιο κλίμα και τόνο ήταν και οι δηλώσεις του επικεφαλής του State Department, κ. Anthony John Blinken, ο οποίος εξέφρασε την ανησυχία της Washington σχετικά με τις κινήσεις ρωσικών στρατευμάτων κοντά στην Ουκρανία και προειδοποίησε τη Μόσχα να μην επιχειρήσει μια εισβολή.
«Ανησυχούμε πολύ από ορισμένες ασυνήθιστες κινήσεις στρατευμάτων, που παρατηρούμε στα σύνορα με την Ουκρανία», δήλωσε ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας κατά την διάρκεια συνέντευξης τύπου και συμπλήρωσε ότι «Η Ρωσία θα έκανε μεγάλο λάθος, εάν επαναλάμβανε ό,τι έκανε το 2014».
Η Ρωσία, πάντως, απορρίπτει τις κατηγορίες και τα δημοσιεύματα αμερικανικών και εν γένει Δυτικών ΜΜΕ σχετικά με ενδεχόμενη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, επιστρέφοντας τις κατηγορίες στην Ουάσιγκτων και προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι οι ΗΠΑ προσπαθούν να επιδεινώσουν την κατάσταση και κατηγορούν την Μόσχα, όπως αναφέρουν δημοσιεύματα εντύπων ενημέρωσης και εφημερίδων της Ρωσίας και προβάλλουν πηγές του ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών. Οπωσδήποτε, η ανάπτυξη δυνάμεως 175.000 ανδρών, αρμάτων μάχης, πυροβολικό κ.ά., δεν επιτρέπουν αποδοχή των θέσεων της Ρωσικής πλευράς.
Σε κάθε περίπτωση, θα έχει ενδιαφέρον η απάντηση εκ μέρους του Κρεμλίνου καθόσον, πλέον, δεν πρόκειται για μία παρτίδα, αλλά, για Μαραθώνιο σκακιού.